Μια ιστορία καθημερινής αγένειας…

Μια ιστορία καθημερινής αγένειας…

Όπως κάθε μέρα έτσι και σήμερα ξύπνησε με όρεξη για ζαβολιές.

Τι να σκάρωνε πάλι άραγε στους ανυποψίαστους συμπολίτες του; Μπήκε στο παντελόνι του και πήρε σβάρνα τους δρόμους. Σταμάτησε στο πρώτο υποκατάστημα της πρώτης τράπεζας που βρέθηκε μπροστά του και περίμενε μπροστά στην είσοδο μέχρι να φανεί το πρώτο θύμα. Ένας ανυποψίαστος σαραντάρης στάθηκε μπροστά στην είσοδο πίσω ακριβώς από τον Μενέλαο. Εκείνος άνοιξε την πόρτα μέχρι το τέρμα και ενώ περνούσε το κατώφλι άφησε την πόρτα απότομα και η μούρη του ανθρωπάκου στραπατσαρίστηκε. Ένα πνιχτό βογκητό ακούστηκε.

—                  «Με συγχωρείτε κύριέ μου δεν σας είδα», είπε ο Μενέλαος συγκρατώντας το γέλιο του. Ο άλλος αντί για απάντησης βάλθηκε να ξεριζώσει ένα ξέμπαρκο δόντι, θύμα της περίστασης, δίνοντας τόπο στην οργή. Κάποιος οδοντίατρος θα ’χει μπόλικη δουλεία σήμερα, σκέφτηκε ο Μενέλαος θριαμβολογώντας!

Βγήκε από την τράπεζα με ένα μάτσο χαρτονομίσματα αφήνοντας πίσω του τον υπάλληλο να βρίζει μάλλον εκείνον που έφτιαξε το ρητό «ο πελάτης έχει πάντα δίκαιο». Πελάτης να σου πετύχει! Πρώτα ζήτησε ιαπωνικά Γιεν, μετά μογγολικά Τουγκρίκ και όταν ο καημένος ο άνθρωπος του είπε ότι δυστυχώς (και φυσικά) η τράπεζα δεν διέθετε τέτοιου είδους συνάλλαγμα ο «μακάριος» πελάτης απάντησε καθησυχαστικά.

—         «Δεν πειράζει κύριέ μου, δεν είμαι ιδιότροπος. Δώστε μου τότε Μανάτ…

—         « Τι να σας δώσω κύριέ μου, ρώτησε ο καημένος ο γυαλάκιας πίσω από το ταμείο.

—         «Μανάτ κύριε, το νόμισμα του Τουρκμενιστάν», είπε ο Μενέλαος απηυδισμένος!

—         «Δυστυχώς…»

—         «Μπολιβιάνο Βολιβίας τουλάχιστον έχετε»;

—         «Ούτε…»

—         «Λιλαγκένι Σουαζιλάνδης»;

—         «Λυπάμαι…»

—         «Ουφ», έλεγε και ξεφυσούσε ο Μενέλαος, «τράπεζα είστε εσείς ή καμιά κυβερνητική υπηρεσία που ξέρει μόνο να λέει όχι;

Τελικά βγήκε από την τράπεζα και μπήκε σ’ ένα εστιατόριο έξω απ’ τη βιτρίνα του οποίου διαβάζω με μεγάλα γράμματα «δεχόμαστε ξένο συνάλλαγμα»! Ο Μενέλαος στρογυλλοκάθεται και παραγγέλλει του κόσμου τα καλούδια. Σολομός καπνιστός, σαλάτα με πέστο και βασιλικό, γαρίδες πανέ. Τρώει μέχρι σκασμού και όταν έρχεται η ώρα του λογαριασμού, εξελίσσονται σκηνές πανικού! Ο Μενέλαος πληρώνει με βιετναμέζικα Ντογκ, το γκαρσόνι μένει εμβρόντητο σαν να το κτύπησε γκογκ και η ιστορία επαναλαμβάνεται. Άντε τώρα να βρεις άκρη. Τελικά όμως ο άνθρωπός μας συμβιβάστηκε. Αφού φυσικά πρώτα έγινε χαλασμός κόσμου με το αφεντικό να τραβάει τα μαλλιά του αρνούμενος να δεχθεί τα βιετναμέζικα Νκογκ, τελικά οι δύο μεριές τα βρήκαν, με το αζημίωτο φυσικά προς όφελος του πελάτη, που πλήρωσε με όσα ευρώ βρίσκονταν στην τσέπη του. Το γεύμα στοίχιζε 60 ευρώ και ο Μενέλαος πλήρωσε μόλις 20. Βλέπετε ο πελάτης έχει πάντα δίκαιο.

Ο Μενέλαος βγήκε απ’ το εστιατόριο δικαιωμένος και μπήκε στο πρώτο λεωφορείο. Μόλις που βρήκε θέση και κάθισε ευτυχισμένος. Μια γριούλα που μόλις και μετά βίας κρατιότανε απ’ τον ιμάντα τον κοιτούσε σχεδόν εκλιπαρώντας τον να της παραχωρήσει τη θέση του.

—«Μήπως θέλετε να καθίσετε», ρώτησε ο Μενέλαος όσο πιο ευγενικά μπορούσε.

—«Ναι, ευχαριστώ», απάντησε η γριούλα.

—«Τι σύμπτωση, κι εγώ το ίδιο», πρόσθεσε εκείνος και βυθίστηκε στην εφημερίδα του σκάζοντας στα γέλια.

Στην επόμενη στάση βγήκε απ’ το λεωφορείο και μπήκε στο πιο κοντινό φαρμακείο.

—«Πώς μπορώ να σας βοηθήσω κύριε», τον ρώτησε ο κοντόχοντρος φαρμακοποιός.

—«Μήπως έχετε κλύσματα», ρώτησε ο Μενέλαος.

—«Μα φυσικά, πόσα θέλετε;

—«Το ερώτημα δεν είναι πόσα αλλά τι μέγεθος. Θέλω κλύσματα των 16 εκατοστών ακριβώς. Έχετε;»

—«Βεβαίως».

—«Ξέρετε, ψέλλισε εκείνος, επειδή έχω φοβία στα φάρμακα μήπως θα μπορούσατε να μου κάνετε μια επίδειξη; Θα σας ήταν δύσκολο να το βάλετε στο επίμαχο σας σημείο για να δω πώς λειτουργεί;

—«Έξωωωωω», φρύαξε ο φαρμακοποιός. «Να το βάλεις εσύ εκεί που ξέρεις αλήτηηηη…»

Άλλο ένα θύμα των περιστάσεων, σκέφτηκε ο άνθρωπός μας σκάζοντας στα γέλια. Στην πρώτη διάβαση πεζών δεν μπορούσε να μην βοηθήσει ένα κοκαλιάρικο γεροντάκι που μόλις και μετά βίας κρατιότανε απ’ το μπαστούνι του.

—«Έλα παππού, θα σε περάσω εγώ», του πρότεινε ο Μενέλαος. Στη μέση του δρόμου όμως σταμάτησε κεραυνοβολημένος.

—«Πω, πω», αναφώνησε, «πώς το ξέχασα! Συγγνώμη παππού» είπε στο ασπρισμένο γεροντάκι καταμεσίς του δρόμου, «πρέπει να φύγω. Προέκυψε κάτι».

Η κατάσταση που επακολούθησε, χαώδης… Τα αυτοκίνητα κόρναραν σαν τρελά, ο γέρος με βήματα χελώνας προσπαθούσε να διασταυρώσει το δρόμο ενώ ο φταίχτης έγινε καπνός… Συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, θα διερωτάστε σίγουρα δικαιολογημένα. Στον κόσμο του Μενέλαου όλα συμβαίνουν, σας απαντώ εγώ. Απλά έτσι ήταν η ζωή του. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς πλάκα. Μα κάποιες φορές την πατούσε γιατί βλέπετε το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.

Όπως εκείνη τη φορά που μπήκε στην υπεραγορά για ψώνια. Γέμισε το καρότσι του και πήγε στο ταμείο. Λαοθάλασσα η ουρά πίσω του.

—«Στοιχίζουν 39,50 κύριε», του είπε η ταμίας εξαντλημένη απ’ τη δουλειά.

—«Στωικά ο Μενέλαος έβγαλε από την τσέπη του ένα σακουλάκι και άρχισε να μετρά νομίσματα των δύο σεντ για να πληρώσει. Η ταμίας γούρλωσε τα μάτια της αλλά ήταν υποχρεωμένη να τα δεχτεί! Μισή ώρα έκανε ο Μενέλαος μέχρι να ολοκληρώσει την καταμέτρηση. Βγαίνοντας όμως απ’ την υπεραγορά θυμήθηκε ότι δεν είχε πάρει τσιγάρα. Τι κρίμα που μου τέλειωσαν τα κέρματα, σκέφτηκε πονηρά. Πήρε το κουτί, πήγε στο ίδιο ταμείο και πλήρωσε με χαρτονόμισμα των 50. Η ταμίας χαμογελούσε. Πήρε μια ταμπελίτσα και την έβαλε μπροστά στο ταμείο αναγκάζοντας καμιά δεκαριά πελάτες να μεταφερθούν παραδίπλα. Ο Μενέλαος διάβασε και γούρλωσε τα μάτια του.

—         «Ταμείο κλειστό», τι σημαίνει αυτό δεσποινίς;

—         «Σημαίνει ότι δυστυχώς έχω μόνο νομίσματα του ενός σεντ για ρέστα κύριε και θα αργήσω να σας εξυπηρετήσω. Μπορείτε αν θέλετε να πάτε δίπλα αλλά μάλλον θα καθυστερήσετε περισσότερο…»

Καημένε Μενέλαε, βρήκες το μάστορή σου… Άντε τώρα, καλά ξεμπερδέματα και άλλη φορά σκέψου διπλά πριν αποφασίσεις να βγεις σουλάτσο για νέες πλάκες!