Μονή Αγίας Θέκλης : μια μοναστική κοινότητα που επισκέπτονται χιλιάδες πιστοί
Πεντακόσια μέτρα περίπου στα νότια του χωριού Μοσφιλωτή της επαρχίας Λάρνακας
βρίσκεται η Ιερά Μονή της Αγίας Θέκλης μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο στο μέσο μιας μικρής κατάφυτης κοιλάδας σε τοποθεσία που παρέχει την απαιτούμενη ησυχία για την μοναστική κοινότητα που διαμένει σ’ αυτή.Η Μονή Αγίας Θέκλης είναι ένα από τα επτά γυναικεία μοναστήρια της Αρχιεπισκοπικής περιφέρειας. Σύμφωνα με την παράδοση, την οποία κατέγραψε ο Άγγλος περιηγητής Γουίλιαμ Τέρνερ το 1815, η μονή της Αγίας Θέκλης κτίστηκε από την Αγία Ελένη κατά την επίσκεψή της, τις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., στην Κύπρο, οπότε ίδρυσε και την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου. Η σχετική παράδοση αναφέρει ότι η Αγία Ελένη έφθασε στην περιοχή, όπου σήμερα βρίσκεται η μονή και ανέπεμψε δέηση στο Θεό, οπότε άρχισε να ρέει από την γη αγίασμα, που δρόσισε την ίδια και την συνοδεία της.
Στη συνέχεια πάνω από το σημείο αυτό έκτισε εκκλησία, την οποία αφιέρωσε στην Πρωτομάρτυρα και Ισαπόστολο Αγία Θέκλη. Το αγίασμα υπάρχει μέχρι σήμερα και χρησιμοποιείται από τους πιστούς, για τη θεραπεία δερματικών νοσημάτων και εκζεμάτων.
Η Ιερά Μονή της Αγίας Θέκλης πανηγυρίζει στις 24 Σεπτεμβρίου, μέρα που η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της Μεγαλομάρτυρος και Ισαποστόλου Αγίας Θέκλης. Την ημέρα αυτή γίνεται ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια της επαρχίας Λάρνακας. Πλήθος προσκυνητών από όλη την Κύπρο, επισκέπτονται την Μονή, για να προσευχηθούν και να γιορτάσουν. Στα παλαιότερα χρόνια υπήρχαν στη γύρω περιοχή πολλοί φούρνοι, όπου έψηναν απαραίτητα το “οφτό κλέφτικο”, για την διασκέδαση της ημέρας αυτής. Οι επισκέψεις όμως των πιστών δεν περιορίζονται την ημέρα που τιμάται η μνήμη της Μεγαλομάρτυρος αλλά και σε καθημερινή βάση.
Η τελευταία γνωστή αναφορά στη Μονή της Αγίας Θέκλης, προέρχεται από τα κατάστιχα VI του 1825 της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, όπου αναφέρεται σαν ένα από τα 31 Μοναστήρια, που ανήκαν στην Αρχιεπισκοπική περιφέρεια. Η αδελφότητα της Μονής, τη χρονιά εκείνη, αποτελείτο από πέντε μοναχούς, οι οποίοι κατάγονταν δύο από την Μοσφιλωτή, ένας από τη Σια,. ένας από την Λουρουτζίνα και ένας από τον Κόρνο. Λίγα χρόνια αργότερα η Μονή διαλύθηκε, πιθανότατα εξαιτίας των μακρόχρονων επιπτώσεων, που προκάλεσαν στην εκκλησιαστική ζωή της Κύπρου, τα τραγικά γεγονότα του Ιουλίου 1821. Την ίδια περίοδο, άλλωστε εγκαταλείφθηκαν και πολλά άλλα Μοναστήρια του νησιού, αφού οι Οθωμανοί κατακτητές επικέντρωσαν το μένος τους σ’ αυτά, επιδιώκοντας έτσι να στερήσουν από την ελληνισμό της Κύπρου τα πνευματικά του κέντρα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η κτηματική περιουσία της Μονής ενοικιαζόταν από την Αρχιεπισκοπή σε κατοίκους των γύρω χωριών. Ένας από αυτούς ήταν και ο Οικονόμος Ιωαννίκιος, από τη Μοσφιλωτή, ο οποίος μερίμνησε, στα 1867 ώστε και διακοσμηθεί η προσκυνηματική εικόνα της Αγίας Θέκλης. Συγκεκριμένα, ενώ ο Ιωαννίκιος πότιζε τις φυτείες του Μοναστηριού, πρόσεξε πως σε κάποιο μέρος το έδαφος υποχωρούσε και απορροφούσε αρκετή ποσότητα νερού. Έκανε τότε το σταυρό του και αναφώνησε “Αγία Θέκλα μου, τζαί ναν’ευρετή, τζαι να σε παραγρυσώσω”. Πράγματι, όταν έσκαψε βρήκε στην τοποθεσία εκείνη πήλινο δοχείο γεμάτο βενετικά χρυσά νομίσματα, γεγονός που του επέτρεψε να υλοποιήσει το τάμα του. Στη συνέχεια προσκάλεσε τον τεχνίτη Χατζηγιάννη, ο οποίος φιλοτέχνησε το κάλυμμα της εικόνας και χάραξε τη σχετική επιγραφή “Φιλοτίμου δαπάνη του επιστατούντος Οικονόμου Ιωαννικίου Παπαγεωργίου 1867”.
Στο επάργυρο κάλυμμα της εικόνας περιλαμβάνονται έξι παραστάσεις, από το βίο της Αγίας Θέκλης. Η εικόνα είχε αρχικά αργυροκοσμημένο στέμμα, το οποίο ήταν δωρεά, στα 1816 του Εθνομάρτυρα Κύπρου Κυπριανού. “Δέξαι ώ Θέκλα το στέμμα ώσπερ Δώρον, ο σος προσάγει Κυπριανός ο Κύπρου αωϊστ΄” . Ο Ιωαννίκιος μερίμνησε και τοποθετήθηκε το στέμμα στην εικόνα της Αγίας, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Για την αγιογράφηση των εικόνων προσέφεραν και άλλοι δωρητές, όπως η Φλουρού, ο Κωνσταντάς, η Βασιλού και άλλοι, που αναφέρονται στις επιγραφές.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΚΛΗΣ
Καταγράφονται ενδεικτικά μόνο δύο πρόσφατα θαύματα, από το πλήθος των θαυμάτων της Αγίας Θέκλης. Ο Παναής Χατζηιωνάς, προσβλήθηκε , νέος όντας από εξανθήματα (καρφίτες, στην κυπριακή διάλεκτο) και στα δύο του πόδια, με αποτέλεσμα να υποφέρει ιδιαιτέρως όταν περπατούσε.
Πήγε στους γιατρούς, έβαλε αλοιφές αλλά τίποτα. Μία μέρα καθώς επέστρεφαν από το Σταυροβούνι μαζί με τον αδελφό του Βασίλη- το ταξίδι από τη Λύση στο Σταυροβούνι ήταν πάντα με τα πόδια – σταμάτησαν στην Ιερά Μονή της Αγίας Θέκλης, για να προσκυνήσουν. Εκεί πήρε λάσπη από το αγίασμα της Αγίας Θέκλης και άλειψε τα πόδια του. Μέχρι να φθάσουν στη Λύση είχαν εξαφανιστεί τα εξανθήματα και από τα δύο του πόδια.
Σε μεγαλύτερη ηλικία και αμέσως μετά από την τουρκική εισβολή, στην προσφυγιά, έβγαλε ένα εξάνθημα – καρφίτη- πάνω στη μύτη. Και αυτή τη φορά πήρε λάσπη από την Αγία Θέκλη και αφού την άλειψε στο χώρο της ασθένειας το κακό εξαφανίστηκε. Συχνά-πυκνά επικαλείτο το θαύμα, για να δείξει τη δύναμη του Θεού. Αυτά τα “βορβόπυλα” έλεγε, μπορούν να κάνουν ότι δεν κάνουν γιατροί και επιστήμονες. Ο Θεός ακόμη και μέσα από αυτά τα άχρηστα υλικά κάνει θαύματα.
Επίσης σε μια άλλη περίπτωση πιστός υπέφερε και στα δύο του χέρια από σκαθάρους για περίπου δύο χρόνια. Είχε και στα δύο μου χέρια σκαθάρους. Πήγε στο γιατρό Π.Σ. και του είπε δεν θεραπεύονται, αλλά ότι θα του έδινε καυστήριον . Στις 24 Σεπτεμβρίου, δηλαδή την ημέρα που γιορτάζει η Εκκλησία τη μνήμη της Αγίας Θέκλης, πήγε και λειτουργήθηκε στο μοναστήρι στη Μοσφιλωτή. Ήταν Κυριακή. Αφού έψαλλε , λιτάνευσε τη εικόνα της Αγίας. Κοινώνησε . Όταν θα έφευγε έβαλε λάσπη στα χέρια του. Από τότε θεραπεύτηκε και δεν ξαναπαρουσιάστηκε τέτοιο πρόβλημα