Ένοχοι οι αστυνομικοί για τον ξυλοδαρμό

Ένοχοι οι αστυνομικοί για τον ξυλοδαρμό

Ένοχους έκρινε το Κακουργιοδικείο Πάφου τους δυο αστυνομικούς, Παναγιώτη Ηρακλέους και Κάρλο Ντεκερμεντζιάν, για την υπόθεση ξυλοδαρμού πολίτη στα αστυνομικά κρατητήρια της Πόλεως Χρυσοχούς.

Το δικαστήριο έκρινε ένοχους τους δυο αστυνομικούς στις κατηγορίες της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης και της σκληρής, απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης με σκοπό την πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης.

Τους έκρινε, ωστόσο, αθώους στην κατηγορία για πράξεις που αποσκοπούν στην πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης.

Η ποινή αναμένεται να ανακοινωθεί στις 20 Μαΐου 2016, η ώρα 10 το πρωί. Μέχρι τότε, το δικαστήριο διέταξε όπως οι δυο αστυνομικοί παραμείνουν υπό κράτηση.

Ανακοινώνοντας την απόφασή του, το Κακουργιοδικείο ανέφερε πως δεν εντοπίζονται στοιχεία ή μαρτυρία που θα επέτρεπαν τη διαπίστωση ειδικής πρόθεσης (specificintent) εκ μέρους των κατηγορουμένων, να προκαλέσουν στο παραπονούμενο Παναγιώτη Σαββίδη κατά το χρόνο που ενεργούσαν, με τον τρόπο που έχει γίνει αποδεκτός από το Δικαστήριο, βαριές σωματικές βλάβες, ως τους αποδίδεται με την πρώτη κατηγορία.

Η γενικότερη βούληση – πρόθεση τους να «τιμωρήσουν» τον τελευταίο για την προηγούμενα εκδηλωθείσα συμπεριφορά του απέναντι στους συναδέλφους τους, σε καμία περίπτωση, στη βάση όλων όσων έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και έγιναν αποδεκτά δεν επιτρέπουν την κατάληξη στο συμπέρασμα ότι η «πρωτοβουλία» τους αυτή, με τον τρόπο που εκδηλώθηκε περιελάμβανε, εκ των προτέρων και κατά τον κρίσιμο χρόνο, την ειδική πρόθεση – ως αυτή περιλαμβάνεται ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος που περιγράφεται στο άρθρο 228 (α) του Ποινικού Κώδικα – να προκαλέσουν κατά τον τρόπο που τους αποδίδεται σε βάρος του, βαριά σωματική βλάβη.

Ούτε τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία, ικανή να συνδέσει τη μεταγενέστερη μεταφορά του Σαββίδη σε ψυχιατρικό ίδρυμα, με την προηγηθείσα συμπεριφορά και στάση απέναντι του των κατηγορούμενων αστυνομικών, όπως αναφέρθηκε στο δικαστήριο.

Το δικαστήριο ακόμη ανέφερε πως πραγματώνεται η απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση με σκοπό την πρόκληση σωματικής βλάβης και στη συγκεκριμένη περίπτωση από δημόσιους λειτουργούς.

Σε σχέση με την κατηγορία της σκληρής και απάνθρωπης μεταχείρισης, το δικαστήριο ανέφερε πως για να στοιχειοθετήσει την απόφαση του ζήτησε βοήθεια από διάφορα νομικά κείμενα διεθνών δικαστηρίων, αγγλικών που πραγματεύτηκαν το ζήτημα για το αδίκημα της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης.

Με δεδομένη την απόρριψη από το Δικαστήριο της θέσης των κατηγορούμενων ότι στα πλαίσια της αποστολής τους για επιβολή του νόμου και της τάξης υπό τις περιστάσεις άσκησαν την απαιτούμενη βία για να καθηλώσουν και να υποβάλουν σε έρευνα τον Σαββίδη, ευθύς εξ’ αρχής θα πρέπει να σημειωθεί, αναφέρει στην απόφασή του το Δικαστήριο, ότι εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να γίνεται λόγος για ένταξη της υπό συζήτηση περίπτωσης, σε εκείνες στις εξαιρετικές περιπτώσεις που είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή – ανάλογης και απολύτως αναγκαίας πάντα – χρήση βίας.

Στη βάση του συνόλου των περιστατικών που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, ως έχουν γίνει αποδεκτά, οι κατηγορούμενοι, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, χωρίς να έχουν καμία νόμιμη δικαιολογία προς τούτο, παραγνωρίζοντας την κατάσταση στην οποία οι ίδιοι συνάντησαν τον Σαββίδη, καθήμενο, απομονωμένο και περιορισμένο ήδη σε ασφαλή χώρο, υπέβαλαν τον Σαββίδη, είπε το Δικαστήριο, σε τέτοιας μορφής και έντασης μεταχείριση, που δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή ισοδυναμούσε με σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική συμπεριφορά ή τιμωρία ως η έννοιες των συγκεκριμένων όρων περιλαμβάνονται στον κυρωτικό νόμο 235/1990 και κατ’ επέκταση στη Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας.

“Τα συνεχή και ανηλεή κτυπήματα και οι ραβδισμοί που κατάφεραν σε αυτόν (40 στον αριθμό) , τόσο κατά το στάδιο που εισήλθαν στον ασφαλή χώρο στον οποίο βρισκόταν απομονωμένος και περιορισμένος, καθήμενος και ήρεμος, όσο και αυτά που του κατάφεραν, ενώ ο τελευταίος βρισκόταν στο έδαφος, τα λακτίσματα, ακόμα και ο εκφοβισμός που του ασκούσαν οι δύο σωματώδεις κατηγορούμενοι με τις προσποιήσεις τους ότι θα τον κλοτσήσουν καθ’ ον χρόνο βρισκόταν ήδη ξαπλωμένος και ακινητοποιημένος στο πάτωμα, το γεγονός ότι ενώ βρίσκονταν και οι δύο από πάνω του κατά τον τρόπο που αποτυπώνεται στο τεκμήριο 1, έχοντας προηγηθεί σε βάρος του σωρεία κτυπημάτων, σε κάποιο στάδιο ο ένας εξ’ αυτών τοποθετεί το πόδι του στο σώμα του Σαββίδη, καθ’ ον χρόνο ο τελευταίος βρίσκεται στο πάτωμα, ακόμη και η μεταχείριση περιουσίας του, ήτοι του κινητού του τηλεφώνου όταν αυτό έπεσε από την τσέπη του αποτέλεσμα της επίθεσης που δέχτηκε και γενικά η όλη τους συμπεριφορά και στάση απέναντι του, ως αποτυπώνεται στα πλάνα της κάμερας 23 του τεκμηρίου 1 και έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο”, δεν αφήνει, δυστυχώς είπε ο πρόεδρος του Κακουργιοδικείου ,”οποιαδήποτε περιθώρια μη ένταξής της στις συμπεριφορές που κατατάσσονται στην έννοια της σκληρής, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας όπως αυτές περιλαμβάνονται στο άρθρο 16 της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας”.

Το δικαστήριο αναφερόμενο στον παραπονούμενο Παναγιώτη Σαββίδης, είπε πως δημιούργησε πολύ καλή εντύπωση. Με λόγο άμεσο, αφοπλιστικά γνήσιο, απλοϊκό και ανεπιτήδευτο, απαντούσε απερίφραστα και πειστικά σε ό,τι του ετίθετο. Θετικός και σταθερός δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης, έστω και κατ’ ελάχιστο, της εκδοχής που προώθησε στο Δικαστήριο για την εξέλιξη των ουσιαστικών γεγονότων που αφορούν την υπό συζήτηση περίπτωση.

Δεν έχουμε καμία αμφιβολία, ανέφερε ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου, ότι αποτέλεσε έναν ειλικρινή μάρτυρα, ο οποίος, χωρίς να παλινδρομεί, να αντιφάσκει και να αυτοαναιρείται έπειθε ότι αποτελούσε μάρτυρα της αλήθειας, χωρίς καμία διάθεση να παραστήσει γεγονότα που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.

Δεν είχε άλλωστε καμία δυσκολία να αναγνωρίσει εκτροπή της δικής του συμπεριφοράς στην όλη εξέλιξη του, τους αστυφύλακες Παφίτη και Πολυδώρου, πέραν και ανεξάρτητα από την προσπάθεια του – κατανοητά αναμενόμενη στην ανθρώπινη διάσταση της – να εξηγήσει και να δικαιολογήσει, με το δικό του τρόπο, αντιδράσεις του που από τη στάση και συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, εμφανώς αναγνώριζε ότι δεν ήταν οι επιτρεπόμενες.

Στο βαθμό και την έκταση άλλωστε που μπορούσε τούτο να ελεχθεί, οι όποιες αναφορές του για την εξέλιξη των γεγονότων, φαίνεται να συνάδουν ή και να επιβεβαιώνονται από τα οπτικά πλάνα του τεκμηρίου 1, τα οποία λήφθηκαν κατά την εξέλιξη των ουσιαστικών γεγονότων που αφορούν την παρούσα υπόθεση, αναφέρθηκε στο δικαστήριο .

Σε σχέση με τη μαρτυρία του μάρτυρα κατηγορίας αστυφύλακα Π. Νικολάου, όπως ανέφερε το δικαστήριο ανακοινώνοντας την απόφαση του, ο συγκεκριμένος μάρτυρας ανέφερε, πως ο Σαββίδης έγινε κατορθωτό να τεθεί υπό έλεγχο με τη βοήθεια των κατηγορούμενων συναδέλφων του. Από μόνη της η ως άνω θέση του μάρτυρα προκαλεί ερωτηματικά.

Με δεδομένο ότι ο Σαββίδης, πέραν του γεγονότος ότι πριν την έλευση των δύο κατηγορούμενων συναδέλφων του παρέδωσε το σουγιά που χρησιμοποίησε για να κτυπήσει και να τραυματίσει τον αστυφύλακα Παφίτη, γεγονός που ο μάρτυς ήδη γνώριζε, αφού τούτο έγινε στην παρουσία του, ο Σαββίδης, ήταν ήδη αποκλεισμένος και υπό έλεγχο στο χώρο εγγραφής κρατουμένων, γεγονός που επίσης, ως δήλωσε, είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει αμέσως μετά την έλευση του στο σταθμό και πριν προβεί σε οποιαδήποτε ενημέρωση προς τους ανωτέρους του, δίνοντας παράλληλα οδηγίες σε δύο άλλους παριστάμενους συναδέλφους του.

Το δικαστήριο έκρινε φανερή τη πρόθεση του μάρτυρα Π. Νικολάου να αποστασιοποιηθεί από την εξέλιξη γεγονότων που θα μπορούσαν να έχουν τη δική τους σημασία στην κατάληξη του Δικαστηρίου σε τελικά συμπεράσματα και ευρήματα για τα διαδραματισθέντα κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, είπε ο πρόεδρος του Κακουργιοδικείου.

Εν κατακλείδι σε σχέση με την ένορκο κατάθεση που έδωσαν οι δύο μάρτυρες κατηγορίας, αστυφύλακες, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτοί ήθελαν να βοηθήσουν τους συναδέλφους τους και δεν έλεγαν την αλήθεια και αυτό αποδεικνύεται μέσα από τα πλάνα που κατέγραψαν οι κάμερες του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης

Ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου απέρριψε τους ισχυρισμούς των δύο αστυνομικών (κατηγορουμένων), λέγοντας πως η λήψη των σκηνών του επεισοδίου που καταγράφηκαν από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης απορρίπτουν κάποιες από τις αναφορές τους, ενώ διέκρινε σύμπνοια αναμεταξύ τους.

Το δικαστήριο αναφέρθηκε και στη συμπερίληψη του 2ου κατηγορούμενου στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης λέγοντας πως αυτή, κρίνεται καθόλα ορθή και δικαιολογημένη.

Ο τελευταίος, όχι μόνο συνδράμει ή ενθαρρύνει τη διάπραξη των αδικημάτων, κατά τρόπο που τον καθιστά αυτουργό, άλλωστε ευθέως παραδέχτηκε ότι η παρουσία του στο χώρο ήταν για να βοηθήσει τον συνάδελφο του, αλλά ταυτόχρονα οι ενέργειες, η στάση και η εν γένει συμπεριφορά του,αναφέρθηκε στο δικαστήριο καταμαρτυρούν τη δική του συνδρομή προς επίτευξη του κοινού σκοπού και επιδιώξεων τους ήτοι της τιμωρίας του Σαββίδη για την προγενέστερη συμπεριφορά του και τον τραυματισμό του συναδέλφου τους, πραγματικότητα που αφεύκτως, υπό τις περιστάσεις που περιβάλλουν την παρούσα, οδηγεί στην κατάληξη ότι και ο ίδιος ως συμμετέχοντας με τον πιο πάνω τρόπο στα αδικήματα, έχει ευθύνη.

Η διάπραξη άλλωστε του αδικήματος που αποδίδεται στους κατηγορούμενους με την κατηγορία αρ.2, ως προνοείται στο άρθρο 16 της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας, πραγματώνεται είπε ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου, ακόμα και με την ανοχή της διάπραξης του, που επιδεικνύεται από δημόσιο υπάλληλο ή άλλο πρόσωπο που ενεργεί με επίσημη ιδιότητα.

Αξιολογώντας τη μαρτυρία είπε ο πρόεδρος του Κακουργιοδικείου, δεν περιοριστήκαμε μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα (Rana και Άλλου ν Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 489, 500), αλλά την παραβάλαμε και διερευνήσαμε στο σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας είτε αυτή προερχόταν από την Κατηγορούσα Αρχή είτε από την Υπεράσπιση .

Επιπρόσθετο εφόδιο αξιολόγησης, αποτέλεσε η δικαστική μας τριβή, εμπειρία και γνώση περί της ανθρώπινης φύσης, συνέχισε.

Στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης, είπε ο πρόεδρος του Κακουργιοδικείου που συνεδριάζει στην Πάφο, “είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε και να ακούσουμε, με την ίδια προσοχή και υπομονή, όλους τους μάρτυρες (και τους κατηγορούμενους ασφαλώς), που κατέθεσαν ενόρκως ενώπιον μας”.

Η ακρόαση της υπόθεσης διήρκεσε περίπου ένα εξάμηνο, αφού ξεκίνησε στις 30 Νοεμβρίου του 2015 και απασχόλησε 7 δικάσιμους.

Το περιστατικό σημειώθηκε το βράδυ της 10ης Φεβρουαρίου του 2014 στον αστυνομικό σταθμό Πόλης Χρυσοχούς.

(ΚΥΠΕ/ΚΠ/ΓΒΑ)