Η Πάφος στην ποίηση της Αθηνάς Χαραλαμπίδου με έργα του Ανδρέα Χαραλαμπίδη
Η Πάφος στη γηγενή ταυτότητα της εντοπιότητάς της και στην αρχέγονη αυθεντικότητα της ελληνοπρέπειάς της, όπως και στις πιο γραφικές πτυχές της ρομαντικής της νοσταλγίας αναδύεται με παραστατική εικονοπλασία μέσα από την ποίηση της Αθηνάς Χαραλαμπίδου, διανθισμένη με έργα του Ανδρέα Χαραλαμπίδη.
Οι πηγαίοι κραδασμοί των στίχων της ποιήτριας, στο ίδιο μήκος με τις ηδύφωνες λυρικές χορδές των τραγουδιών της, εναρμονίζονται με τα φυσιογνωμικά έντονα χρώματα, τις ιδιότυπες αδρές γραμμές και τις λεπταίσθητες γραμμοσκιάσεις των σχεδίων του γνωστού ζωγράφου συζύγου της, που σε αντιστικτική σύνθεση συνομιλούν με τα ποιήματα.
Αμφότεροι, γέννημα και θρέμμα της ίδιας γενέτειρας, σε ανταπόδοση των όσων πολύτιμων βιωμάτων τούς έδωσε αφειδώλευτα η θάλασσα της Αφροδίτης και η γη του Κινύρα, θέλησαν με ζωγραφικό λόγο και ποιητικό χρωστήρα να υμνήσουν τα ερωτικά σκιρτήματα της Παφίας Ομηρικής θεότητας και τους αναπαλμούς του Απολλώνειου ιερουργού της.
Από την ποιητική δημιουργία της Αθηνάς Χαραλαμπίδου στεκόμαστε στις συλλογές της «Παρά θίνα θαλάσσης»(1997) και «Κινύρας Βασιλιάς και Ιεροφάντης»(2005), όπου κατ’ εξοχήν ιστορείται μυθο-ποιητικά είτε μυθο-ποιείται ιστοριο-γραφικά η Πάφος στο μεταίχμιο δύο κόσμων: από τα θεϊκά αρχέτυπα στα γήινα πρόσωπα, μα και στα κακέκτυπα προσωπεία μιας αλλοτριωτικής μεταμόρφωσης· καθώς και στη μετάβαση από το χτες στο σήμερα στον ίδιο αλλά και διαφορετικό τόπο και από τα προγονικά ήθη στις σημερινές αλλότροπες συνήθειες. Τον αισθαντικό ψυχισμό, ωστόσο, την κιβωτό της μνήμης και τον οραματικό στοχασμό της ποιήτριας φορτίζουν επίμονα η εναγώνια υπαρξιακή αναζήτηση της ταυτοτικής συνέχειας του τόπου και των ανθρώπων του.
Σταχυολογούμε ενδεικτικά από την πρώτη ως άνω συλλογή: «Και να, κατάντικρύ μου ο βασιλιάς μας ο πανάρχαιος/Ο ΚΙΝΥΡΑΣ!/Αστραφτερός, στέκει περήφανος καβάλλα σε μαύρο/άλογο αράπικο στις “Σαράντα κολόνες”./[…]/-Πού ’ναι επιτέλους οι υπήκοοί μου να με υποδεχθούν./[…] /-Δεν θα τους βρεις.(φώναξα)/Άλλοι υπήκοοι τώρα βρίσκονται στην Πάφο σου./[…]/Πάφος!/Πάφος!/Η μικρή πόλη που πέθαινε κι ήθελε να ζήσει(ψιθύρισα)/“Πάλι πεθαίνει μα ο θάνατος δε φαίνεται”(αντιψιθύρισε το αεράκι).»(Στην Υγειά της!…).
Στις αξεπέραστες ομορφιές της Παφίας θάλασσας, όπου «ακούμπησε η ψυχή», καθώς αυτοβιογραφείται η ποιήτρια στο εισαγωγικό ομότιτλο ποίημα της συλλογής, πλέκει με οίστρο ερωτικό διθυραμβικό εγκώμιο: «Καλή μου, πώς χαϊδεύεις/πώς φιλάς/με τ’ άσπρο και το κυανό πώς διαφεντεύεις;/Θα σου αλλάξω τ’ όνομα/θα σε φωνάζω…“αγάπη”!»(Ωδή στη θάλασσα). Μήτε παραλείπει τις σημαδιακές στιγμές στον «Κόλπο των Κοραλλίων»: «Ώρα εφτά./Τριαντάφυλλο εκατόφυλλο ο κοραλλένιος κόλπος·/και το φευγιό του δέος·/έτσι κι ο ερχομός του ο αυγινός!».
Για δυο μεγάλους δημιουργούς, που ο πρώτος γεννήθηκε στην Πάφο και ο δεύτερος έζησε εκεί μετά την προσφυγιά, τον γλύπτη Άντη Χατζηαδάμο και τον ποιητή Παντελή Μηχανικό, γράφει με ελεγειακούς τόνους αναπολητικής αναπόσβεστης θύμησης αντιστοίχως: «Να ’ξερες πόσο η γειτονιά μας φτώχυνε/η γειτονιά της θάλασσας-της Κάτω Πάφου-/που την αγάπησες/που τη βαριόσουν/που τη μισούσες/και που τη λάτρευες!». «Να μας θυμάσαι/όσο κι εμείς./Να μη λησμονηθούμε!…/[…]/Φέρε τη λύρα, φέρε αυλό,/τραγούδα ποιητή μαζί μου!».
Στο άλλο βιβλίο της δίγλωσσης ποιητικής σύνθεσης (σε αγγλική απόδοση του Βύρωνος-Μάριου Ραΐζη) το ζεύγος Αθηνάς και Ανδρέα Χαραλαμπίδη ζωντανεύει τον μύθο της Γαλάτειας και του Πυγμαλίωνος, της κόρης τους Πάφου και του γιου της Κινύρα σε δώδεκα αφηγηματικές λιθογραφίες και ισάριθμες ποιητικές αφηγήσεις. Τα επί μέρους αυτοτελή ποιητικο-εικαστικά δίπτυχα στην ενιαία θεματική τους στοιχειοθετούν συγκροτημένο «Ποιητικό Σχεδίασμα», όπως υποτιτλίζεται το αριστοτεχνικό πόνημα της εμπνευσμένης καλλιτεχνικής τους συνδημιουργίας.
Στην εκτύλιξη του μυθικού νήματος παρατίθενται κομβικά αποσπάσματα: «Εδώ θα χτίσω την πιο ’μορφη πόλη./Όμορφη όσο εσύ μάνα μου/και θα της δώσω τ’ όνομά σου!/“Πάφος”./Κι εγώ ο Κινύρας/ ο γιος σου/ο πρώτος της βασιλιάς./Που μέχρι το θάνατο και /πέρα απ’ αυτόν/θα ζω στην πόλη τούτη./[…]/-Θα χτίσω και μέγα ναό//της ομορφιάς τη θεά ν’ αξιωθώ να διακονήσω./Και στους μελλούμενους καιρούς/βασιλιά να με θυμούνται/μα και/Αρχιερέα αυτής/που απ’ αφρούς/λευκούς κι αρμυρούς/αναδύθηκε δίπλα στην Πέτρα!». «[…]Και τα πουλιά στους δρόμους τ’ ουρανού ντελάλιζαν:/Συγκατένευσε/συγκατένευσε η θεά η αγαπημένη·/συγκατένευσε/για την πόλη του Κινύρα./εκεί/στα δυτικά της Ολβίας Κύπρου!».
Πηγή: Η Σημερινή