Καλάβρυτα, 21 Μαρτίου 1821 Μονή Αγίας Λαύρας
Χρονογράφημα Ανδρέας Κωνσταντινίδης
Ο παλαιός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι καλυμμένος από πυκνή ομίχλη. Το ξημέρωμα αργεί και στο θολωμένο σκοτάδι μόνο η φιγούρα της παχιάς φουστανέλας κάπου – κάπου γλιστρά προς την εκκλησιά. Πλησιάζοντας το άλογο στον αυλόγυρο 2-3 παλικάρια ξεφυτρώνουν ξαφνικά μπροστά. με τις κουμπούρες προτεταμένες. “Ζαΐμης ορέ” ψιθυρίζει περήφανα ο προεστός. ” Σε περιμένουν αφεντικό.” Πιο πίσω ένα δεύτερο άλογο κοντοστιγμής πλησιάζει. “Αφεντικό σας ακολούθησε κανένας;” ρώτησαν στα γρήγορα και προσπαθούν να πάρουν θέσεις μάχης. “Μη φοβάστε ορέ ο γιος μου ο Ανδρέας είναι με δυο παλικάρια.” Απάντησε με την βροντώδη φωνή του ο λεβεντόγερος κατεβαίνοντας αργά αργά από το μαύρο του άτι. Τα παλικάρια χωρίς δεύτερη κουβέντα άρπαξαν τα άλογα και τα πήγαν μακριά προς την ρεματιά. Στο σκοτάδι η ομίχλη σβήνει τις φιγούρες, και ξεθωριάζει τις σκιές που μια μια χάνονται στην μυστική πόρτα που ξεπροβάλει μέσα στην καταχνιά. Το αμυδρό φως από την μεγάλη λαμπάδα τρεμοσβήνει κάθε φορά που η μεγάλη πόρτα αργά αργά αφήνει το μικρό άνοιγμα για να γλυστρήσει μέσα μια νέα φιγούρα. Τα πρόσωπα είναι σκοτεινά και οι κουβέντες λίγες. Η ώρα περνά και το λιγοστό φως με δυσκολία περνά από τους φεγγίτες. Το χάραμα όπου νάναι θα αρχίσει να προδίδει και να φανερώνει το μεγάλο μυστικό! Στην Ωραία Πύλη διακρίνεται περίλαμπρος, μέσα στα ολομέταξα αρχιερατικά του άμφια, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Εκ δεξιών του ο επίσκοπος Καλαβρύτων και Κερνίτσης Προκόπιος στυλώνει τα μάτια του στον Παντοκράτορα του τρούλου. Εξ αριστερών του ο ηγούμενος της Μονής Καλλίνικος σκυμμένος σιγοψέλνει μια προσευχή των καλόγερων. Τριγύρω βρίσκονται συγκεντρωμένοι οι προεστοί της επαρχίας και οι οπλαρχηγοί με τις παχιές τις φουστανέλες και τα μεϊντανογέλεκα. Γονατιστά τα πρωτοπαλλίκαρα του τόπου με χείλη σφαλιστά και τις ψυχές παραδομένες στον ιερό σκοπό. Με κεφάλι σκυφτό και τα άρματα απλωμένα μπροστά τους περιμένουν όλοι. Σε κάποια στιγμή όλοι σωπαίνουν «Ελευθερία ή Θάνατος, παλικάρια μου» φωνάζει και υψώνει για λάβαρο το χρυσοπόρφυρο παραπέτασμα του «Φοβερού Βήματος». Ο Ασημάκης Ζαΐμης, γέρος ¬ και ακόμη σκλαβωμένος ¬ δακρύζει με την σκέψη της ώριμης προσμονής της λευτεριάς. Ο γιος του, Ανδρέας Ζαΐμης, σφιχταγκαλιάζεται με τους Πετμεζαίους, τον Αναγνώστη και τον Βασίλη, ενώ ο Λόντος και ο Χαραλάμπης κρατούν ακόμη τα χέρια τους ψηλά, στο σχήμα του σταυρού. «Το Θούριο, μωρέ παιδιά» ακούγεται ο Θεοχαρόπουλος και ο Ασημάκης ο Σκαλτσάς αρχίζει την αντάρα: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή…».