Ο σταυρός της Αγνής…

Ο σταυρός της Αγνής…

Αφιερωμένο σε όλους τους συμπολίτες μας που έφυγαν νικημένοι απ’ την επάρατη νόσο και σε όσους ζουν και αγωνίζονται για να την αντιμετωπίσουν. Ο Θεός μαζί σας…

(H ιστορία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα)


Η Αγνή ήταν ευλογημένη από όλες τις απόψεις. Όμορφη, χαριτωμένη, ευγενική, καλότροπη, ο πόθος όλων των ανδρών. Είχε πολλές προτάσεις αλλά εκείνη διάλεξε τον μοναδικό άνδρα που της θύμιζε τον άνδρα των παραμυθιών που της εξιστορούσε η γιαγιά της, τον Αλέξη. Αυτός ο άνδρας, σκεφτόταν, ήταν η ζωντανή διάψευση της μάνας της, που πάντα έλεγε ότι ο τέλειος άντρας υπάρχει μόνο στη σφαίρα της φαντασίας των ονειροπόλων κοριτσιών… Γι αυτήν ήταν απλά υπέροχος. Ψηλός, γεροδεμένος, με κοιλιακούς που ζήλευαν αθλητές, πανέμορφα μάτια, θεληματικό πηγούνι, ευκατάστατος… Τι άλλο θα μπορούσε να ζητά; Απλά τίποτα… Έτσι πίστευε τουλάχιστον εκείνη…

Ο Γάμος

Ο γάμος τους ήταν ονειρικός, υπέροχος. Πανάκριβες ορχιδέες στόλιζαν το χώρο της εκκλησίας, λευκά τριαντάφυλλα κοσμούσαν το χώρο της δεξίωσης, πανάκριβα αρωματικά κεριά σκορπούσαν μια μεθυστική ευωδία στο χώρο μαγεύοντας τους καλεσμένους. Η υποβλητική μουσική του σαξόφωνου προσέδιδε στη δεξίωση μια υψηλή αίσθηση αριστοκρατικότητας και μεγαλείου. Το φαγητό, απλά βασιλικό: ο καπνιστός σολομός ειδικά και η πέστροφα που έγιναν από τον σεφ κατά παραγγελία της νεόνυμφης κέρδισαν τις εντυπώσεις και έκαναν τις φίλες της νύφης να σκάζουν απ’ τη ζήλεια τους.

Το πρώτο ΣΟΚ

Έτσι «ιδανικά» και παραμυθένια λοιπόν ξεκίνησε το νέο ζευγάρι τη ζωή του. Μα όσες φορές οι άνθρωποι κάνουν όνειρα, άλλες τόσες διαψεύδονται από τις συγκυρίες.

Η Αγνή, μια μέρα έτσι όπως έκανε μπάνιο έπιασε στο στήθος της ένα όγκο. Πήγε στο γυναικολόγο της ανήσυχη μα αυτός ήταν καθησυχαστικός: «Μη φοβάσαι Αγνή μου, μια απλή μαστίτιδα είναι». Μα αυτή δεν ησύχαζε.

Λίγες μέρες μετά αποφάσισε να επισκεφθεί ογκολόγο. Μόλις εκείνος άγγιξε το στήθος της πάγωσε. «Είναι κατά 99% καρκίνος», της είπε, «μα η κατάσταση είναι αναστρέψιμη. Θα το παλέψουμε…» Άρχισε χημειοθεραπείες.

Ταλαίπωρη κοπέλα. Δεν είχε ξανακούσει ποτέ για καρκίνο και ανίατες ασθένειες. Και να που η χειρότερη μορφή μιας απ’ αυτές της χτύπησε την πόρτα. Θυμάται ότι εκείνες τις μέρες δεν φοβόταν το θάνατο, αλλά το πως θα καταντούσε. Φανταζόταν τον εαυτό της με πεσμένα μαλλιά και κομμένο στήθος, παρατημένη σε κάποια κλινική. Είχε ακούσει κάποτε για μια μακρινή της ξαδέλφη που της είχαν κόψει το στήθος για να γλιτώσει τα χειρότερα. Πόσο αποκρουστικό της φάνηκε ένα τέτοιο ενδεχόμενο… Τα χειρότερα σενάρια περνούσαν από μπροστά της και την αναστάτωναν. Η ζωή της έγινε κόλαση.

Ο σταυρός

Μα μια στιγμή. Τουλάχιστον είχε τον Αλέξη. Εκείνος θα την στεκόταν, ναι, ήταν σίγουρη γι’ αυτόν. Την πρώτη νύχτα που του ανακοίνωσε τα τραγικά νέα πανικοβλήθηκε. Κρατούσε το κεφάλι του και γυρνούσε σαν χαμένος στο καθιστικό της κουζίνας. Τον αγκάλιασε και τον ηρέμισε. Κάνανε έρωτα μ’ ένα πρωτόγνωρο γι’ αυτήν τρόπο σαν να και ο χρόνος είχε τελειώσει. Αισθάνθηκε τυχερή που μπορούσε να τον έχει δίπλα της κάτι τέτοιες στιγμές. Μα το πρωί που ξύπνησε ο κόσμος της ράγισε. Πάνω στο κομοδίνο που κάποτε έβρισκε έτοιμο και αχνιστό τον καφέ της και ένα λευκό τριαντάφυλλο, βρήκε ένα προχειρογραμμένο γράμμα. Το διάβασε και δυο χοντρές στάλες δάκρυα έβρεξαν το πρόσωπό της…

«Νόμιζα ότι η ζωή μας θα ήταν παράδεισος, μα ψες έζησα την πρώτη νύχτα της κόλασης μαζί σου. Δεν αντέχω να ζήσω κι άλλες. Σου εύχομαι να ξεπεράσεις την αρρώστια σου. Δεν αντέχω να μείνω άλλο μαζί σου. Δεν μπορώ να φανταστώ τη γυναίκα μου χωρίς μαλλιά και με κομμένο στήθος. Πρέπει να φύγω. Δεν περιμένω να με καταλάβεις. Οι αντοχές μου δεν μου επιτρέπουν να μείνω άλλο μαζί σου. Αντίο…»

«Δεν είναι δυνατό», ψέλλισε, «είναι ψέμα, είναι ένας φρικτός εφιάλτης! Ξύπνα Αγνή! Η ζωή σε περιμένει!» Μα ήταν αλήθεια. Μια φρικτή, βασανιστικά αληθινή πραγματικότητα. Πού να πάει τώρα, πού να ζητήσει αποκούμπι; Αυτή ήταν περήφανος άνθρωπος, δεν ήθελε μοιρολατρικά ξεσπάσματα ούτε τον οίκτο των δήθεν φιλενάδων της.

«Υπάρχει τουλάχιστον ο Θεός Αγνή», της ψέλλισε δακρυσμένη η μάνα της. «Όχι μάνα», της απάντησε σκληρά εκείνη. «Τόσο καιρό τον είχα ξεγράψει το Θεό σας, δεν θα του ζητήσω βοήθεια τώρα!» «Παιδί μου ο Θεός δεν θέλει προαπαιτούμενα», πρόλαβε να της πει η μάνα της πριν η Αγνή βγει τρέχοντας στο δρόμο.

Οι δυσκολίες

Δυο μήνες αργότερα η Αγνή ήταν αγνώριστη. Οι χημειοθεραπείες την λύγισαν. Τα άλλοτε υπέροχα μαλλιά της φτώχαιναν μέρα με τη μέρα. Έχασε μέσα σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα οχτώ κιλά. Ήταν πραγματικά για λύπηση έτσι όπως ξάπλωνε σε εκείνο το άσπρο κρεβάτι της κλινικής χωρίς ελπίδα, χωρίς σκοπό, χωρίς όνειρα…

Το όνειρο

Μια νύχτα του Απρίλη ένα παράξενο όνειρο την αναστάτωσε. Ένας γεροντάκος την καλούσε να επισκεφθεί τη σκήτη του κάπου στην Κάλυμνο. Πήγε χωρίς προαπαιτούμενα, δαμασμένη, εξουθενωμένη απ’ την αρρώστια και την προδοσία των ανθρώπων. Ένας πυκνός λευκός καπνός σαν ομίχλη ταξίδευε πάνω απ’ τα λιγοστά υπάρχοντα του γέροντα σ’ εκείνο το μικρό καλύβι που είχε για σπίτι και σαν να τα εξαΰλωνε. Πριν προλάβει να του μιλήσει της μίλησε εκείνος. «Σε περίμενα παιδί μου», της είπε. «Σε ακούω».

Παράξενα, πρωτόγνωρα συναισθήματα την πλημμύρισαν. Πώς αυτός ο επίγειος άγιος άνθρωπος γνώριζε για την αρρώστια της και τη ζωή της; Πώς ήξερε τι την βασάνιζε; Του μίλησε με συγκίνηση χωρίς να του κρύψει τίποτα. Για τη σχέση της με τον Αλέξη, την αρρώστια της, τα σχέδια της για το μέλλον που έσβησαν μετά την περιπέτειά της με την υγεία της, τη μαυρίλα που κάλυψε τη ζωή της.

Έφυγε από το ασκητήριο αλλιώτικη, διαφορετική. Μια βδομάδα αργότερα μπήκε στο χειρουργείο και βγήκε με ένα μαστό λιγότερο. Θυμάται ότι πριν την επίσκεψη της στο μοναστήρι θυμόταν συνεχώς το ενδεχόμενο αυτό και τρελαινόταν. Σκεφτόταν ότι δεν θα είναι πλέον κανονική, ότι κάτι θα της έλειπε. Της έλειπαν ακόμα και τα πλούσια μαλλιά της που άλλοτε κυμάτιζαν και της χάριζαν γοητεία… Μα όλα αυτά άνηκαν πλέον στο παρελθόν.

Η Αγνή έβγαλε την περούκα και το καπέλο, απελευθερώθηκε, άλλαξε στυλ και ξανάνιωσε. Σκέφτηκε ότι μπορούσε να ξαναπάρει τη ζωή στα χέρια της. Κέρδισε τη χαμένη αυτοπεποίθησή της. Κατάλαβε πως η μοιρολατρία και ο πανικός δεν βοηθούν και πως αν ήθελε να ζήσει ξανά έπρεπε να παλέψει.

Η νίκη

Λίγα χρόνια αργότερα η Αγνή κέρδισε τη μάχη με την επάρατη νόσο. Έγινε ξανά ο χαρούμενος άνθρωπος που όλοι γνώριζαν. Μετά από αλλεπάλληλες πλαστικές επεμβάσεις κατάφερε να ξαναφτιάξει το στήθος της αν και κατάλαβε ότι αυτό τελικά δεν είχε και τόση σημασία. Όλη αυτή τη μεταμόρφωση την όφειλε σ’ εκείνον τον ταπεινό ασκητή που την έκανε να δει τον εαυτό της ξεκάθαρα, να τον αγαπήσει και να πιστέψει σ’ αυτόν. Πόσο μεγαλόψυχος αλήθεια είναι ο Θεός! Εμείς του γυρίζουμε την πλάτη μα Αυτός είναι πάντα εκεί, να μας κρατήσει το χέρι όταν τον έχουμε ανάγκη…

Μια ανοιξιάτικη μέρα το κουδούνι του σπιτιού της κτύπησε και στο άνοιγμα της πόρτας η Αγνή πάγωσε. Ναι, ήταν ο Αλέξης, ο Αλέξης που την είχε προδώσει! Είχε μάθει ότι έγινε καλά και ήρθε πίσω. «Έμαθα τα νέα», της είπε. «Τώρα μπορούμε να ξαναπάρουμε τη ζωή μας πίσω. Το μέλλον μας ανήκει αγάπη μου!»

Του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα…