Πηγαίνοντας supermarket εν καιρώ lockdown
Καθημερινές πικρές καταστάσεις για μία από τις λίγες -ελέω κορονοϊού και lockdown- ώρες στη ζωή μας που μπορούμε πια να νιώθουμε ελεύθεροι.
1. Φτάνεις έξω από την είσοδο. Ξέχασες τη μάσκα στο αυτοκίνητο. Γυρνάς ξεκλειδώνεις, παίρνεις μάσκα, ξανακλειδώνεις. Δεν έχεις κέρμα για να πάρεις καρότσι. Ή έχεις κέρμα αλλά σκέφτεσαι ότι θα σου χρειαστεί αργότερα, στο ταμείο. Παίρνεις τελικά δύο καλαθάκια στο χέρι. Το μετανιώνεις οικτρά 5’ μετά που έχουν ήδη γεμίσει, αλλά είναι ήδη πολύ αργά. Αρχίζεις ασκήσεις Jenga: Χωράει, ας πούμε, το χαρτί υγείας να ισορροπήσει πάνω από το σαμπουάν ή θα πέσουν όλα;
2. Λίγο πριν μπεις, το μάτι σου πέφτει στο μηχάνημα όπου επιστρέφονται οι γυάλινες συσκευασίες. Στην αρχή σκέφτεσαι ότι καλά θα ήταν να είχες μερικά μπουκάλια μπύρας, να γλιτώσεις και κανά ευράκι από το λογαριασμό. Αμέσως μετά, όμως, λες από μέσα σου «σιγά ρε, τι είμαι, κανάς τσίπης;» και εισέρχεσαι στον κυρίως χώρο σχεδόν δικαιωμένος.
3. Παρατηρείς τα τσαμπιά με τις μπανάνες. Σχεδόν όλα μαδημένα, έχουν μείνει 2 ή 3 σε κάθε τσαμπί. Σκέφτεσαι τα κείμενα των ‘90s (που αναπαράγονται μέχρι σήμερα) με τίτλο «Γιατί είμαστε περήφανοι που είμαστε Έλληνες» στα οποία γραφόταν το περίφημο «Γιατί το καρπούζι το αγοράζουμε ολόκληρο και όχι σε φέτες» και μελαγχολείς που αυτά για τα οποία κοροϊδεύαμε τους άλλους, τώρα τα λουζόμαστε οι ίδιοι.
4. Φτάνεις στο ψυγείο με τα γάλατα. Ή τους χυμούς. Ή τα γιαούρτια ή όλα αυτά μαζί, δεν έχει σημασία. Επειδή είσαι «παλιός», ξέρεις ότι αυτά με την αργότερη ημερομηνία λήξης βρίσκονται στο βάθος. Αρχίζεις να «σκάβεις». Αλλά το κόλπο το ξέρουν κι άλλοι, πολλοί. Έχεις φτάσει σχεδόν στην τελευταία σειρά κι έχεις απελπιστεί. Ε όχι, ρε φίλε, μόνο τα με λήξη 20/11 έμειναν; Ξάφνου αποκάλυψη! Ένα τελευταίο μπουκάλι/κεσές/whatever με λήξη 11/12! Το αρπάζεις σαν τρόπαιο, το ρίχνεις στο καλάθι, απομακρύνεσαι με ελαφρά πηδηματάκια και σφιγμένη γροθιά. Yesss!
5. Παίρνεις το χαρτάκι προτεραιότητας και μπαίνεις στη σειρά για τα τυριά και τα αλλαντικά. Τύπος έρχεται και κάνει σφήνα, πάει να εξυπηρετηθεί πρώτος. Η υπάλληλος ρωτάει ευγενικά «τι νουμεράκι έχετε»; «Ααα, έχει χαρτάκια τώρα; Δεν το πρόσεξα…». Ρε α πάγενε από δω χάμω…
6. Περπατάς στο διάδρομο με τα σοκολατοειδή/μπισκοτοειδή. Ξέρεις ότι έχεις ήδη απόθεμα στο σπίτι, επαρκές μέχρι την επόμενη επίσκεψή σου στο σούπερ μάρκετ. Ξέρεις ότι έχεις υποσχεθεί στον εαυτό σου να μην το ξανακάνεις, ξέρεις ότι δεν έπρεπε καν να περάσεις από ‘κει. Όμως δεν μπορείς να αποστρέψεις το βλέμμα σου. Τα κοιτάς όλα. Αναλυτικά. Και για να ξεπεράσεις τον ηθικό σκόπελο που ο ίδιος έβαλες μπροστά σου, σταμπάρεις κάτι που έχεις να φας πολύ καιρό, χρόνια ίσως. «Πωωω, κόλαση αυτά τα σοκολάτα-πορτοκάλι. Τα θυμάμαι σαν τώρα, ένα πακέτο στην καθισιά μου έτρωγα χαλαρά». Ρίχνεις δύο στο καλάθι. Θα έχουν εξαφανιστεί το ίδιο βράδυ. Κι αν χρειαστεί θα τα κρύψεις, σαν το Γκόλουμ, ακόμα κι απ’ τα παιδιά σου, γιατί είναι δικά σου. Μόνο δικά σου.
7. Λίστα με ψώνια; Ποιά λίστα; Α, νάτη, στην κωλότσεπη την είχα! Ντάξει, τα ‘χω πάρει τα περισσότερα. Πιάσε κι ένα τρίκιλο μαγιονέζα, που την έχει σε προσφορά. Τι θα πει «ποιός θα τη φάει;». Καραντίνα είμαστε, τι άλλο έχουμε να κάνουμε.
8. Έχεις πάρει αυτά που θες και φέρνεις σβούρες γύρω-γύρω ψάχνοντας αυτό το τελευταίο πράγμα που θες να ψωνίσεις. Και δεν υπάρχει. Είναι σε έλλειψη. Ξανά. Και επειδή το θες πολύ, θα πάς σε άλλο σούπερ μάρκετ για να το πάρεις. Θα πας μόνο γι’ αυτό. Εντάξει, και για να μείνεις άλλη μία ώρα έξω από το σπίτι.
9. Τελείωσες και φτάνεις στα ταμεία. Κοζάρεις στα γρήγορα α) ποιο ταμείο έχει το λιγότερο κόσμο, β) αν στο ταμείο express υπάρχει περίπτωση να κάνεις τα γλυκά μάτια και να σε αφήσουν, παρότι έχεις τουλάχιστον 30 πράγματα στα καλάθια σου και γ) αν παίζει κανά καλό γκομενάκι, για χάρη του οποίου θα περιμένεις στην ουρά λίγο παραπάνω. Ό,τι και να επιλέξεις τελικά, η μοίρα σου είναι προδιαγεγραμμένη. Μπροστά σου έχεις κόσμο, πίσω σου επίσης. Όλοι είναι το ίδιο βιαστικοί. Αρχίζει να κυριαρχεί σε όλους το άγχος «να τελειώνουν». Κι αυτό οδηγεί μοιραία στο…
10. Αφήνεις τα μισά σου ψώνια στον ιμάντα. και περιμένεις να περάσεις στο χώρο όπου πρέπει να τα μαζέψεις. Εκεί βρίσκεται ήδη ο προηγούμενος πελάτης ο οποίος μαζεύει τα τελευταία δικά του, οπότε καρφώνεις το βλέμμα στα χέρια του για να τον αγχώσεις και να βιαστεί. Η ταμίας αρχίζει να χτυπάει τα δικά σου με ρυθμό καλάσνικοφ. Τρέχεις στι σακούλες. Προσπαθε’ίς μάταια ν’ ανοίξεις μία. Με τη μάσκα ούτε να τη φυσήξεις μπορείς ούτε να σαλιώσεις δάχτυλο για να ανοίξεις το νάιλον. Τα καταφέρνεις μετά από δεκαπέντε «καντήλια». Τη στιγμή ακριβώς που ετοιμάζεσαι ν’ αρχίσεις με τα δικά σου, που στοιβάζονται επικίνδυνα, η ταμίας σου ανακοινώνει τι χρωστάς. Τα παρατάς. Ψάχνεις τσέπες. Πληρώνεις. Παίρνεις ρέστα και απόδειξη. Προσπαθείς να τα ρίξεις με τη μία στην τσέπη σου, για να μην καθυστερείς. Ένα κέρμα πέφτει κάτω. Σκύβεις να το πάρεις και με την άκρη του ματιού σου βλέπεις τα δολοφονικά βλέμματα των από πίσω σου στη σειρά να σε καρφώνουν. Επιστρέφεις στα ψώνια σου, που πλέον έχουν γίνει βουνό. Πας να ανοίξεις άλλη σακούλα. Χα, ανόητε… Πάμε πάλι. Την τρίβεις με τα δάκτυλα. Τίποτα. Ξέρεις ότι έχεις γίνει θέαμα… ξανά. Πετάς τα ψώνια μέσα όπως να ‘ναι. Φρίκη. Πας να τις σηκώσεις, μία σκίζεται από το βάρος. Η ταμίας σε λυπάται. Σε βοηθάει να τα μαζέψεις και να τα βάλεις σε άλλη σακούλα.
Φεύγοντας, νιώθεις ανακουφισμένος και ντροπιασμένος ταυτόχρονα. Δεν είναι η πρώτη φορά και, φυσικά, δεν θα είναι ούτε η τελευταία.
Πηγή: reader.gr