Υπέροχες στιγμές ενός υπέροχου ανθρώπου…

Υπέροχες στιγμές ενός υπέροχου ανθρώπου…

Δεν πρόλαβε καλά καλά να ξυπνήσει και ξεμουδιάζοντας έστειλε το ξυπνητήρι στον αγύριστο…

Εκείνο έσπασε με θόρυβο γεμίζοντας το πάτωμα με θρύψαλα. «Επιτέλους», σκέφτηκε ο άνθρωπός μας. Καιρός ήτανε να το ξαποστείλω. Ευκαιρία να αγοράσω καινούργιο. Σηκώθηκε και προσπάθησε να μπει στο παντελόνι του. Το φερμουάρ έσπασε με ένα ξερό ήχο και έλιωσε στο πάτωμα. «Καλά που ξέρω να ράβω», αναφώνησε εκείνος σα σε ξαστεριά… «Ευκαιρία να ξεσκονίσω τις ικανότητές μου στο μπάλωμα». Ντύθηκε βιαστικά και κατέβηκε στο δρόμο. Στο πρώτο στενό μια κυρία τον περιέλουσε με ακαθαρσίες μπαλκονοκατέβατες και ύστερα του πέταξε ένα ξερό σόρυ. «Μην είστε τόσο σκληρή με τον εαυτό σας», είπε εκείνος σαν να και δροσίστηκε από τα νερά του Σιλωάμ. «Ούτως ή άλλως», σκέφτηκε, «σήμερα ήθελα να μείνω σπίτι. Να μια καλή δικαιολογία για να πάρω άδεια!». Πήγε σπίτι, έκανε ένα δροσιστικό μπάνιο, μα την ώρα που έβγαινε απ’ την μπανιέρα το δεξί του μερί πιάστηκε σε κάτι μεταλλικά απομεινάρια που είχε αφήσει ξέμπαρκα ο χθεσινός μάστορης και ήρθε φαρδύς πλατύς στο γυαλιστερό κεραμικό του μπάνιου. «Πω, πω», αναφώνησε, «τυχερός είμαι. Δεν τολμώ να φανταστώ τι θα γινόταν αν με έπιανε ηλεκτροπληξία!»


Τελικά είχε σπάσει το πόδι του. Ο πόνος του τρυπούσε τα κόκαλα μα αυτός το χαβά του. Ενώ έσφιγγε τα δόντια για να μην ουρλιάξει ψιθύριζε το «άρχισαν τα όργανα» και σκεφτόταν ότι η Γλυκερία το τραγουδά καλύτερα από τον Τώνη Μαρούδα, που ακούγεται μάλλον θλιβερός. Δεν μπορούσε καν να σηκωθεί απ’ το πάτωμα. Σε μια αναλαμπή θυμήθηκε το εικοσάευρω που έπεσε κάτω απ’ τον καναπέ. Άπλωσε το χέρι του και παραμερίζοντας τα φτιασίδια των αραχνών το ξετρύπωσε. «Άντε πάλι», αναφώνησε πνίγοντας τον πόνο του, «το βγάλαμε πάλι το γεύμα στα Goodys». Έπρεπε να βρει κάποιον για να τον πάρει στο νοσοκομείο. Σύρθηκε με κόπο στο πάτωμα και έφτασε στο τηλέφωνο. Τράβηξε το καλώδιο και εκείνο ανταποκρινόμενο στο κάλεσμα του αφέντη του έπεσε δίπλα του και του πρόσφερε το καπέλο του. Εκείνος το πήρε και σχημάτισε σχεδόν στωικά τον αριθμό του νοσοκομείου. Λίγα λεπτά αργότερα ο θόρυβος των ασθενοφόρων τρυπούσε τα τζάμια του σπιτικού του. Τον πήραν σχεδόν λιπόθυμο και σε μισή ώρα μισοξύπνησε σε ένα μαύρο φορείο καθοδόν προς το χειρουργείο. «Πάντα ήθελα να με κουβαλούν», σκέφτηκε. «Κοίτα λοιπόν πώς τα φέρνει η μοίρα»! Στο τραπέζι των γιατρών θυμόταν μόνο το άσπρο γάλα στη σύριγγα. Μετά ένα σκοτεινό πέπλο τον τύλιξε. «Καιρός για ξεκούραση» είπε εκείνος και κοιμήθηκε ήρεμος…

Όταν ξύπνησε οι γιατροί του είπαν πως λόγω επιπλοκών κινδύνευε να χάσει το πόδι του. Κάτι παλιές ασθένειες βλέπετε συνδυάστηκαν κατάλληλα με την κυρία αιμορραγία του πρωινού. Αρχικά δεν του πολυάρεσε η ιδέα να μείνει με ένα και μόνο πόδι. Μα ύστερα σκέφτηκε τα δέντρα και τους ξυλοκόπους. Καλύτερα έτσι συλλογίστηκε, παρά να ήμουν βελανιδιά υποψήφια για τζάκι. Τελικά οι γιατροί είχαν δίκαιο. «Λυπάμαι» του είπε ένας νεαρός επί δοκιμασία. Κάναμε ότι μπορούσαμε, αλλά φανήκατε άτυχος. «Μην το λες αυτό νεαρέ μου», ανταπάντησε εκείνος χαμογελώντας. «Σκεφθήκατε πως θα ήταν τα πράγματα αν μου έλειπε και το άλλο; Άλλωστε είμαι κιόλας σαράντα χρονών. Καιρός νομίζω να ξεκουραστώ. Ευτυχώς που η ασφάλεια μου θα μου εξασφαλίσει ένα καλό μηνιαίο επίδομα».

Σε μια βδομάδα βγήκε απ’ το νοσοκομείο με ένα πόδι λιγότερο. Έψαξε στο ντουλάπι του δωματίου του και βρήκε το τηλέφωνο μιας παλιάς του φίλης. Χάρηκε πολύ που τον άκουσε. Την ρώτησε αν είχε κανένα σπίτι για πούλημα στο βουνό. «Ευτυχώς που είναι κτηματομεσίτης από κούνια», σκέφτηκε, «και θα μου βρει την καλύτερη ευκαιρία». Την άλλη κιόλας μέρα τα πράγματά του βρισκόταν υπό μεταφορά. Εγκαταστάθηκε στο βουνό και αποφάσισε ότι θα ήταν καλή ευκαιρία να εργοδοτήσει καμιά ξέμπαρκη κοπέλα από εκεί που λένε πως σβήνει ο ήλιος.

Ένα μήνα αργότερα αγνάντευε την πεδιάδα που απλωνόταν στα πόδια της μικρής του οικουμένης. Ήταν απλά πανέμορφη. «Τι έκανα για να αξίζω μια τόσο όμορφη τύχη», αναφώνησε. Κάποιος από πάνω του χαμογελούσε… Κοίταξε καλύτερα και αντίκρυσε εκείνο τον καλό του φίλο που του κρατούσε πάντα το χέρι. Η πλάση του χαμογελούσε ευτυχισμένη. Όλα γύρω του ήταν παράδεισος. Ακόμα κι αυτή η μύγα που τριγύριζε επίμονα στη μύτη του, του προκαλούσε φαγούρα που έφερνε δάκρυα ευτυχίας.

Τι περισσότερο θα μπορούσε να ζητήσει από τον πλάστη και τη ζωή του; Απλά τίποτα…