Απορρίφθηκε από Ανώτατο το αίτημα ακύρωσης πορ.θαν.ανάκρισης για Θ.Νικολάου

Απορρίφθηκε από Ανώτατο το αίτημα ακύρωσης πορ.θαν.ανάκρισης για Θ.Νικολάου

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου απέρριψε την Τετάρτη το αίτημα έκδοσης εντάλματος Certiorari του ιατροδικαστή Πανίκου Σταυριανού, με το οποίο ζητούσε την ακύρωση του πορίσματος της 3ης θανατικής ανακρίτριας, Ντόριας Βαρωσιώτου, που αφορά στον θάνατο του εθνοφρουρού Θανάση Νικολάου.

Αν και το αίτημα Σταυριανού απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, εντούτοις, η απόφαση κάνει λόγο για «νομικό σφάλμα» από τη 3η θανατική ανακρίτρια, αφού η ίδια δεν επέτρεψε στον αιτητή να ακουστεί η μαρτυρία του στη διαδικασία.

Στην απόφασή του, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι για λόγους δημοσίου συμφέροντος και δικαιοσύνης δεν θα εξυπηρετούσε σε οτιδήποτε τυχόν ακύρωση και του τρίτου πορίσματος.

Σε δηλώσεις του, εξερχόμενος του Δικαστηρίου, ο ιατροδικαστής Πανίκος Σταυριανός έκανε λόγο για «πλήγμα στην ελευθερία του λόγου», ενώ η δικηγόρος του, Ανδριάνα Κλαΐδη, δήλωσε πως το «πόρισμα έπασχε» και ο πελάτης της σήμερα είναι κερδισμένος και όχι χαμένος.

Από την άλλη, ο δικηγόρος της οικογένειας του Θανάση Νικολάου, Νίκος Κληρίδης, μιλώντας στους δημοσιογράφους, μετά την ανακοίνωση της απόφασης, αναφέρθηκε σε μια «ξεκάθαρη και μνημειώδη απόφαση», που δικαιώνει τον αγώνα της Αντριάνας Νικολάου σε σχέση με τη διερεύνηση των αιτιών του θανάτου τους γιου της.

Σημειώνεται ότι η απόφαση του Ανώτατου δεν ήταν ομόφωνη, αφού ο δικαστής Ιωάννης Ιωαννίδης είχε εκφράσει διαφορετική άποψη από αυτή της πλειοψηφίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, παραπέμποντας στη φιλελεύθερη προσέγγιση που έχει υιοθετηθεί, σε σχέση με το ζήτημα της νομιμοποίησης κάποιου για την προσβολή ενός διατάγματος ή απόφασης μέσω Προνομιακού Εντάλματος της φύσεως Certiorari, έκρινε ότι ο Αιτητής, εξαιτίας της εξ’ αρχής εμπλοκής και του ρόλου του στη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες επήλθε ο θάνατος του Θανάση Νικολάου, θεμελίωνε επαρκές για τον ίδιο συμφέρον, νομιμοποιούμενος στην καταχώρηση της υπό συζήτηση Αίτησης.

«Συμφέρον, ταυτιζόμενο με την ανάγκη πληροφόρησης της πολιτείας και κατ’ επέκταση ολόκληρου του κοινωνικού συνόλου, από τον εν προκειμένω, εντεταλμένο εμπειρογνώμονα/ιατροδικαστή, αναφορικά με τις συνθήκες θανάτου του αποβιώσαντος, ως είναι, άλλωστε, η κατ’ εξοχήν στόχευση του περί Θανατικών Ανακριτών Νόμου, Κεφ. 153», αναφέρεται σε ανακοίνωση, που εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο, λίγο μετά την ανακοίνωση της απόφασης.

Όπως σημειώνεται «έκρινε, περαιτέρω, ότι ο αποκλεισμός τελικά του Αιτητή να προσφέρει τη μαρτυρία του στη διαδικασία και να παρουσιάσει Έκθεση, που ετοίμασε μετά την εκταφή της σορού και την εξέταση των σκελετικών ευρημάτων του αποβιώσαντα, αποτελούσε νομικό σφάλμα, υποδεικνύοντας ότι η κατά τον πιο πάνω τρόπο στέρηση της δυνατότητας να τεθεί στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας ουσιαστική μαρτυρία, έπληξε από μόνη της τη διαδικασία και τη νομιμότητά της».

«Σφάλμα», όπως προσθέτει, «που εκ των πραγμάτων καθιστά την επιτυχία της Αίτησης μια φυσιολογική εξέλιξη και επιλογή δυνάμενη να ακολουθηθεί».

Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά πλειοψηφία, παραπέμποντας στη φύση και τους σκοπούς της διαδικασίας της Θανατικής Ανάκρισης, ως επίσης, στις αρχές που διέπουν την δικαιοδοσία του για την έκδοση Προνομιακών Ενταλμάτων, παρά τη διαπίστωση της παραβίασης του δικαιώματος του Αιτητή να ακουστεί στη διαδικασία, κατά τρόπο που επηρεάζει τη νομιμότητα της τελευταίας, έκρινε, κατ’ ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας, ότι υπό τις ιδιάζουσες και όλως εξαιρετικές περιστάσεις, που περιβάλλουν την υπό συζήτηση υπόθεση, περιλαμβανομένης και της ποινικής έρευνας που βρίσκεται σε εξέλιξη, «η έκδοση ακυρωτικού εντάλματος, δεν θα απέληγε ουσιαστικά και πρακτικά ωφέλιμη, ούτε θα εξυπηρετούσε, τελικά, το δημόσιο συμφέρον και την απονομή της δικαιοσύνης στην ευρύτερη διάσταση τους».

Η απόφαση της πλειοψηφίας

————–

Διαβάζοντας την απόφαση της πλειοψηφίας, ο Δικαστής Άγγελος Δαυίδ, αναφέρθηκε αρχικά στο ιστορικό της υπόθεσης, καθώς και στις θέσεις που προέβαλαν οι δύο πλευρές ενώπιον του Ανωτάτου, σημειώνοντας ότι σε ό,τι αφορά στη θέση για αιχμές εναντίον του Σταυριανού στο πόρισμα, δεν καταδεικνύει συμφέρον στον αιτητή, για να προωθήσει τη σχετική αίτηση.

Στην απόφαση γίνεται αναφορά ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε σε σωστά πλαίσια, ενώ σε ό,τι αφορά στην «πικρία» του Σταυριανού σε σχέση με την πλημμελή διερεύνηση, είπε πως, «αποτελούν αντικείμενα ξένα για τη θανατική ανάκριση».

«Εν πάση περιπτώσει, τα αισθήματα απογοήτευσης ή και πικρίας του αιτητή για συμπερίληψη στο πόρισμα θέσεων που του αποδίδουν παραλείψεις και πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του, προκαλώντας στον ίδιο ανησυχία, για πρόκληση ζημιάς στη φήμη και την επαγγελματική του επάρκεια, αφορούν ζητήματα ξένα με το αντικείμενο μιας θανατικής ανάκρισης», αναφέρει το Ανώτατο.

Σημειώνει ακόμα πως «το πόρισμα μιας θανατικής ανάκρισης δεν μπορεί να αξιοποιηθεί, ως μαρτυρία, τόσο σε αστική όσο και σε ποινική διαδικασία, ενώ ο θανατικός ανακριτής, πέραν από τη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες επήλθε ο θάνατος ενός προσώπου και τη διαπίστωση γεγονότων σε σχέση με αυτό, δεν έχει αρμοδιότητα, ούτε δικαιοδοσία, να αποφανθεί για ζητήματα αστικής ή ποινικής ευθύνης οποιουδήποτε, για τον θάνατο κάποιου προσώπου».

Το Ανώτατο υποδεικνύει, μέσω της απόφασής του, ότι η θανατική ανακρίτρια δεν αποφασίζει για αστικής φύσεως θέματα, ενώ ανέφερε πως η ίδια «εντοπίζοντας τη σημαντικότητα του ρόλου του (του Σταυριανού), επέτρεψε να καταθέσει». Ωστόσο, αναφέρει πως «προκαλεί εντύπωση, πως ενώ διακήρυττε -όχι μόνο τη δυνατότητα να καταθέσει ως μάρτυρας- εντούτοις δεν του το επέτρεψε».

«H θανατική ανακρίτρια», όπως αναφέρει το Ανώτατο, «εντοπίζοντας προφανώς τη σημαντικότητα του ρόλου και τη μοναδικότητα του λόγου του συγκεκριμένου ιατροδικαστή στην όλη προσπάθεια που καταβάλλετο για τη διερεύνηση των συνθηκών και των αιτιών του θανάτου του Αθανάσιου Νικολάου, αναγνώρισε τη δυνατότητα του συγκεκριμένου ιατροδικαστή να παρουσιάσει τη μαρτυρία του και διακήρυξε την πρόθεση της να επιτρέψει στον τελευταίο να καταθέσει ως μάρτυρας στη διαδικασία».

Ωστόσο, το Ανώτατο σημειώνει στην απόφασή του ότι στη συνέχεια απέκλεισε την μαρτυρία του, αναφέροντας συγκεκριμένα ότι «προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η Θανατική Ανακρίτρια, ενώ διακήρυττε, κατ’ επανάληψη και παρά την αντίθεση της οικογένειας του θανόντος, όχι μόνο τη δυνατότητα του συγκεκριμένου ιατροδικαστή να καταθέσει ως μάρτυρας, αλλά και την πρόθεση της ο τελευταίος να ακουστεί στη διαδικασία, εντούτοις, στο τέλος της ημέρας, δεν επέτρεψε τούτο».

«Παρουσιάζεται να κρίνει καθοριστικές για τον ως άνω αποκλεισμό του Αιτητή, αναφορές στη απόφαση του ΕΔΑΔ, ημερομηνίας 28.01.2020, στο πλαίσιο της οποίας εντοπίστηκαν λάθη και παραλείψεις κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης του θανάτου του Αθανάσιου Νικολάου», προσθέτει.

Μεταξύ άλλων, το Ανώτατο αναφέρει πως ο ιατροδικαστής έλαβε μέρος στην εξέταση των οστών και ετοίμασε σχετική έκθεση, σημειώνοντας ότι «ήταν αντιφατικό» να δίνει άδεια το πρωτόδικο να ετοιμάσει έκθεση, αλλά να μην του επιτρέπεται να δώσει μαρτυρία στη διαδικασία.

Σύμφωνα με την απόφαση, η θανατική ανακρίτρια καθησύχαζε δηλώνοντας την πρόθεσή της να ακούσει τον αιτητή, ωστόσο, τελικά η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν πως ο ρόλος του Σταυριανού ήταν «απλώς παρατηρητής».

Το Ανώτατο έκρινε πως το γεγονός ότι δεν επιτράπηκε στον Σταυριανό να παρουσιαστεί στο δικαστήριο αποτελεί «προφανές νομικό σφάλμα» και σημειώνει πως αυτό έπληξε τη διαδικασία.

«Είναι επιβεβλημένη η επισήμανση ότι η ως άνω επιλογή, πέραν από ανακόλουθη είναι και εσφαλμένη», αναφέρει στην απόφασή του το Ανώτατο.

Επιπλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο υπογράμμισε πως η απόφαση του ΕΔΑΔ, ανεξάρτητα από τις όποιες παρατηρήσεις και διαπιστώσεις, σε σχέση με την επάρκεια γενικότερα της αρχικής αστυνομικής έρευνας για τον θάνατο του Θανάση Νικολάου, δεν απαγορεύεται εκ προοιμίου η αξιοποίηση του ιατροδικαστή και της μαρτυρίας του, στο πλαίσιο της διερεύνησης για τα αίτια και τις συνθήκες θανάτου του αποβιώσαντα.

«Ένας τέτοιος, εκ των προτέρων αποκλεισμός, ούτε καν υπονοείται στην ως άνω απόφαση του ΕΔΑΔ. Ούτε εναπόκειτο στο ως άνω Δικαστήριο να ρυθμίσει την ενώπιον του Θανατικού Ανακριτή διαδικασία, πολύ δε περισσότερο την ευχέρεια του τελευταίου να ακούει μαρτυρία προς εξυπηρέτηση του σκοπού της Θανατικής Ανάκρισης. Έπεται ότι ο αποκλεισμός του αιτητή ως μάρτυρα, λανθασμένα επιχειρήθηκε να δικαιολογηθεί, στη βάση μιας αυθαίρετης και χωρίς έρεισμα ερμηνείας της απόφασης του ΕΔΑΔ, εντασσόμενος στην ευρύτερη υποχρέωση συμμόρφωσης με τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ. Άλλωστε, διαδραμώντος του χρόνου και μεσολαβούσης της εκταφής (μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης του ΕΔΑΔ), ο περί ου ο λόγος ιατροδικαστής, στη βάση διατάγματος του Θανατικού Ανακριτή, έλαβε μέρος στην εξέταση των σκελετικών ευρημάτων ετοιμάζοντας Έκθεση προς υποβοήθηση του έργου της Θανατικής Ανακρίτριας», αναφέρεται στην απόφαση.

Το Ανώτατο σημειώνει παράλληλα ότι αν και η ακύρωση του πορίσματος θα ήταν φυσιολογική εξέλιξη, ωστόσο, συνεκτιμώντας τα δεδομένα και λαμβάνοντας υπόψη πως επρόκειτο για τρεις θανατικές ανακρίσεις και πως έχουν παρέλθει 20 χρόνια, το Ανώτατο αποφάσισε πως τυχόν επιτυχία της αίτησης Σταυριανού «δεν θα εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και την απονομή της δικαιοσύνης».

«Έχοντας υπόψη τη φύση της διαδικασίας της θανατικής ανάκρισης και τους σκοπούς που αυτή στοχεύει να εξυπηρετήσει, κρίνουμε ότι η ακύρωση του πορίσματος και τυχόν νέα, τέταρτη ακροαματική διαδικασία στο πλαίσιο θανατικής ανάκρισης αναφορικά με τον θάνατο του Αθανάσιου Νικολάου, πέραν από το ενδεχόμενο αρνητικής επίδρασης στην πορεία των ερευνών, που βρίσκονται σε εξέλιξη, μέσω του διορισμού ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών, σε τίποτα περισσότερο δεν θα μπορούσε να εξυπηρετήσει από αυτά που ήδη υπηρετούνται και διασφαλίζονται από την ανεξάρτητη ποινική έρευνα που βρίσκεται σε εξέλιξη», ανέφερε το Ανώτατο.

Επιπλέον, αναφέρει πως έλαβαν υπόψη πως το εγκαλούμενο πόρισμα, όπως και κάθε πόρισμα θανατικού ανακριτή, «δεν μπορεί να αξιοποιηθεί, αυτούσιο, για σκοπούς προώθησης πειθαρχικής ή ποινικής δίωξης οποιουδήποτε, ούτε μπορεί να αποτελέσει, από μόνο του, βάθρο για την προώθηση οποιωνδήποτε διεκδικήσεων αστικής φύσης σε βάρος οποιουδήποτε, του Αιτητή συμπεριλαμβανομένου».

«Στην περίπτωση δε που δρομολογηθεί σε βάρος του διαδικασία οποιασδήποτε μορφής, ο τελευταίος διατηρεί αλώβητο το δικαίωμα του να προβάλει τις θέσεις του», υποστηρίζει στην απόφασή του Ανώτατο.

Το σκεπτικό της απόφασης Ιωαννίδη

——————–

Τη διαφωνία του στην απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου, εξέφρασε ο δικαστή Ιωαννίδης, ο οποίος είχε διαφορετική άποψη και έκρινε ότι θα έπρεπε να γίνει αποδεκτό το αιτούμενο διάταγμα Certiorari, εφόσον διαπιστώθηκε παραβίαση θεμελιωδών αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, οι οποίες αποτελούν προϋπόθεση για την ορθή απονομή δικαιοσύνης.

«Η πολιτεία, και δι΄ αυτής η κυπριακή κοινωνία, και όχι μόνο, θα πρέπει να γνωρίζει κατά πόσο ισχύει ή όχι το συγκεκριμένο πόρισμα (το τρίτο κατά σειρά). Υπήρξε ή όχι εγκληματική ενέργεια; Ο άτυχος στρατιώτης στραγγαλίστηκε ή ο θάνατος του επήλθε συνεπεία πτώσεως εξ ύψους, ως είχαν αποφασίσει οι δύο προηγούμενοι θανατικοί ανακριτές;», αναφέρει στην απόφασή του», αναφέρει στην απόφασή του.

Εκφράζει τη θέση ότι «δεν μπορεί να παραμένει εν ζωή το συγκεκριμένο πόρισμα, το οποίο εξεδόθη δυνάμει δικαστικής διαδικασίας, στην οποία δεν επετράπη στον συγκεκριμένο εντεταλμένο ιατροδικαστή, να προβάλει τις δικές του επιστημονικές θέσεις και μαρτυρία, για να του δοθεί έτσι και η δυνατότητα να αμφισβητήσει άλλες επιστημονικές θέσεις επί των οποίων η θανατική ανακρίτρια βασίστηκε, για να καταλήξει ότι ο θάνατος οφείλεται σε στραγγαλισμό συνεπεία εγκληματικής ενέργειας».

«Υπό το φως όλων των πιο πάνω, και εφόσον, επαναλαμβάνω, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει διαπιστώσει, και μάλιστα ομόφωνα, πως υπήρξε παράβαση βασικών Κανόνων και Αρχών, η οποία παράβαση επηρέασε τη νομιμότητα τόσο της θανατικής ανάκρισης, όσο και του ίδιου του πορίσματος, θα έκανα δεκτή την Αίτηση του ιατροδικαστή Πανίκκου Α. Σταυριανού, και θα έδιδα τέλος στην ισχύ του πορίσματος ημερ. 10.5.2024, και στην έγκριση αυτού από τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την έκδοση του αιτούμενου Προνομιακού Εντάλματος», είπε ο Δικαστής Ιωαννίδης.

«Ξεκάθαρη και μνημειώδης απόφαση», λέει ο Κληρίδης

—————————————–

Σε δηλώσεις του, μετά την ανακοίνωση της απόφασης, ο δικηγόρος της οικογένειας του Θανάση Νικολάου, Νίκος Κληρίδης, είπε πως είναι μία «ξεκάθαρη, μια μνημειώδης απόφαση», που δικαιώνει τον αγώνα της Αντριάνας Νικολάου, σε σχέση με τη διερεύνηση των αιτιών του θανάτου του γιου της.

«Έχει αποκαλυφθεί δολοφονία από τη θανατική ανάκριση, η οποία τώρα μετά την απόφαση του Ανωτάτου ισχύει, διότι το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την αίτηση του Σταυριανού για Certiorari, παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο ανέφερε ότι υπήρξε κάποιο σφάλμα στη θανατική ανάκριση, με το να μην επιτρέψει στον Σταυριανό να παραθέσει την κατάθεσή του», είπε.

Όπως πρόσθεσε «αυτό το σφάλμα δεν ήταν του βαθμού που ήταν δυνατό να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, να δεχθεί το αίτημα Certiorari και να ακυρώσει τη θανατική ανάκριση», ενώ σημείωσε πως είναι προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης η συνέχιση και η πλήρης αποκάλυψη των δολοφόνων.

Είπε ακόμα πως θα πρέπει να συνεχιστεί η διερεύνηση μέσω των δύο ποινικών ανακριτών, που διόρισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ώστε να υπάρξει κατάληξη στον αγώνα της μάνας και της οικογένειας.

Επιπροσθέτως, ανέφερε πως θα συνεχίσουν τον αγώνα για την πλήρη διαλεύκανση -όχι μόνο των αιτιών θανάτου που έχουν αποκαλυφθεί και είναι ξεκάθαρα από τη θανατική ανάκριση- αλλά και των δολοφόνων των ιδίων, μέσω των ποινικών ανακριτών που έχουν την εξουσία να ανακρίνουν πιθανούς υπόπτους και να προβούν και σε συλλήψεις.

«Η θανατική ανάκριση είναι εκεί και ομιλεί αφ’ εαυτού. Υπήρξε δολοφονία και δια χειρός στραγγαλισμός του Θανάση Νικολάου. Οι θανατικοί ανακριτές που διορίστηκαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας έχουν μεγάλο έργο να προχωρήσουν βάσει των εξουσιών που τους δίνει η ποινική δικονομία, ακόμα και συλλήψεις εάν προκύψουν ύποπτα πρόσωπα. Είναι και η ευχή μας να συλληφθούν οι ένοχοι», κατέληξε.

Παραβιάστηκαν τα δικαιώματα του, λέει ο Σταυριανός

————————————-

Μιλώντας στους δημοσιογράφους, εξερχόμενος του Δικαστηρίου, ο ιατροδικαστής Πανίκος Σταυριανός είπε πως το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αποφασίσει την παραβίαση των δικαιωμάτων του.

«Ίσως είμαι ο μοναδικός πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο οποίος όταν παραβιάζονται τα δικαιώματά του, δεν υπάρχει οποιανδήποτε διόρθωση και θεραπεία σε αυτό το ζήτημα», είπε.

Συνέχισε λέγοντας: «Ανέμενα από το Ανώτατο Δικαστήριο ειλικρινά, με βάση το ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματά μου και ότι αναγνωρίζει αυτό το πράγμα και η κατάληξή της να ήταν διαφορετική».

Όπως πρόσθεσε, «εντούτοις για το δημόσιο συμφέρον και για την εξυπηρέτηση της οποιασδήποτε αντίληψης, την οποία θεωρεί το Ανώτατο ότι εξυπηρετεί μέσω της απόφασής του, δεν ακυρώθηκε το εν λόγο πόρισμα της θανατικής ανακρίτριας και των νομικών σφαλμάτων, τα οποία αποδέχθηκε ότι υπήρξαν, ενώ σε άλλες περιπτώσεις αυτό το πράγμα έγινε».

«Όταν διαπιστώνεται νομικό σφάλμα στην απόφαση και στη διαχείριση της απόφασης της θανατικής ανάκρισης, απορρίπτεται το πόρισμα», συμπλήρωσε.

Είπε ακόμα πως είναι «σεβαστή η απόφαση του Δικαστηρίου -πλην όμως- επιμένω ότι ο τρόπος διαχείρισης της θανατικής ανακρίτριας ήταν λανθασμένος και αυτό θα αποδειχθεί από τις νομικές διαδικασίες, οι οποίες έπονται αυτής της διαδικασίας, που θα μελετήσουμε με την δικηγόρο μου».

Ο κ. Σταυριανός είπε ότι θεωρεί πως η Δημοκρατία και η ελευθερία του λόγου είναι συνυφασμένες έννοιες και σε αυτή την περίπτωση η Δημοκρατία έχει πληγεί, η ελευθερία του λόγου στερήθηκε από έναν άνθρωπο μέσα στις αίθουσες τις δικαστικές αίθουσες στην περίπτωση της θανατικής ανακρίτριας.

«Θεωρώ ότι οι όσοι τόσοι λαϊκιστές, εντός και εκτός διαφόρων φορέων, ακούσουν την απόφαση και ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα ενός ανθρώπου, θα δω ποια θα είναι η αντίδρασή τους και αν όντως σέβονται τους νόμους και τους θεσμούς, όπως τους σεβάστηκα εγώ, γι’ αυτό και έφτασα μέχρι εδώ σεβόμενος τη ηθική και τη δεοντολογία το νόμου και ήρθα και έκανα την αίτηση μου στο Ανώτατο όπως προνοεί ο νόμος», είπε.

Κληθείς να αναφέρει τι εννοεί νομικά διαβήματα και εναντίον ποιον, είπε απευθυνόμενος στους δημοσιογράφους: «Όταν και εφόσον γίνουν αυτά τα πράγματα, θα τα μάθετε. Μην βιάζεστε. Ήδη βιαστήκατε πολύ σε αυτή την υπόθεση».

«Πέτυχε ο πελάτης μου σήμερα ενώπιον Δικαστηρίου», λέει η Κλαΐδη

——————————————-

Σε δηλώσεις της, η δικηγόρος του Πανίκου Σταυριανού, Ανδριάνα Κλαΐδη, είπε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δικαίωσε τον πελάτη της, ενώ τόνισε πως έκρινε ότι το πόρισμα που εκδόθηκε από τη θανατική ανακρίτρια «έπασχε».

«Ο πελάτης μου πέτυχε σήμερα ενώπιον Δικαστηρίου. Το πόρισμα πάσχει, αυτό είπε όλη η Ολομέλεια του Δικαστηρίου», είπε.

Σε σχέση με τα επόμενα βήματα Σταυριανού, η κ. Κλαΐδη είπε ότι «θα εξετάσουμε άλλα ένδικα μέσα για περαιτέρω νομικές διαδικασίες σε σχέση με το πόρισμα».

Τι ζητούσε ο Σταυριανός

—————

Ο ιατροδικαστής ζητούσε μέσω του αιτήματος έκδοσης εντάλματος Certiorari την ακύρωση του πορίσματος, με το οποίο κρίθηκε κατά την 3η θανατική ανάκριση ότι ο θάνατος του μαρτυρικού Θανάση προήλθε από στραγγαλισμό, ανατρέποντας τα προηγούμενα ευρήματα, που ήθελαν το θάνατό του να είχε προέλθει από πτώση εξ ύψους.

Σημειώνεται ότι η οικογένεια του 26χρονου τότε στρατιώτη εναντιώθηκε στο αίτημα Σταυριανού, θεωρώντας ότι ο ιατροδικαστής «δεν έχει έννομο συμφέρον» να ζητά ακύρωση του πορίσματος, καθώς δεν επηρεάστηκαν τα δικαιώματα του.

Η ένσταση είχε καταχωρηθεί από τα δικηγορικά γραφεία Χρίστος Κληρίδης, Νίκος Κληρίδης εκ μέρους του δικηγορικού γραφείου Λεύκου Κληρίδη και υιοί και από το Δικηγορικό Γραφείο της Λητώς Καριόλου.

Η τρίτη θανατική ανάκριση ολοκληρώθηκε στις 10 Μαΐου του 2024, μετά από μια δίκη που κράτησε πέραν των έξι μηνών, με τον Πανίκο Σταυριανό να καταθέτει αίτημα για καταχώρηση αιτήματος έκδοσης εντάλματος Certiorari για ακύρωση της θανατικής ανάκρισης τον Ιούλιο του 2024.

Ο μαρτυρικός Θανάσης εντοπίστηκε νεκρός κάτω από το γεφύρι της Άλασσας το 2005. Σημειώνεται πως το 2005, ο Πανίκος Σταυριανός ήταν ο κυβερνητικός ιατροδικαστής, ο οποίος είχε διενεργήσει αυτοψία μαζί με τον ιατροδικαστή Νικόλα Χαραλάμπους στη σκηνή και μετέπειτα νεκροτομή στη σορό του άτυχου Θανάση, κατά την οποία αποφάνθηκε ότι ο θάνατος του 26χρονου εθνοφρουρού οφειλόταν σε πτώση από ύψος, αποκλείοντας την πιθανότητα δολοφονίας.