O υπέροχος κόσμος της Νίκης…
Αφιερωμένο στους μαθητές με ποικίλα ταλέντα που αδικούνται από το σύστημα.
Σύμφωνα με την θεωρία της πολλαπλής νοημοσύνης του Gardner δεν υπάρχει ένα μόνο είδος νοημοσύνης αλλά οχτώ! Η γλωσσική, η λογικομαθηματική, η νοημοσύνη του χώρου, η κιναισθητική, η μουσική, η νατουραλιστική, η ενδοπροσωπική και η διαπροσωπική.
Το είδος της εκπαίδευσης που έχουμε στη χώρα μας σαφώς ευνοεί τους μαθητές με γλωσσική και λογικομαθηματική νοημοσύνη. Όλοι οι άλλοι θεωρούνται αφοριστικά και ισοπεδωτικά ως αδύνατοι μαθητές και παίρνουν συνήθως χαμηλούς βαθμούς.
Τι γίνεται όμως αν κάποιοι από αυτούς έχουν διαφορετικό είδος νοημοσύνης από τα δύο αυτά που αναδεικνύονται στο σύστημά μας; Η ιστορία της Νίκης είναι ένα κλασικό παράδειγμα παιδιού με έντονη τη νοημοσύνη χώρου. Γι’ αυτό άλλωστε διακρινόταν σε οτιδήποτε είχε να κάνει με τέχνη…
Ακούστε την ιστορία της και την επόμενη φορά που θα μιλάτε για κάποιον μαθητή να έχετε υπόψη σας ότι μπορεί να ανήκει κι αυτός στην ίδια περίπου κατηγορία των μη ευνοημένων από το σύστημα αλλά ταλαντούχων μαθητών που αδικούνται στην χώρα μας…
«Νίκη!» Καμία απάντηση… «Νίκη!» Καμία απάντηση…
Η καθηγήτρια πλησίασε σοβαρή στο θρανίο. Ένας συνοφρυωμένος κινέζικος δράκος με απλωμένα φτερά την κοιτούσε μα η δημιουργός του ακόμα δεν πήρε χαμπάρι τα τεκταινόμενα.
«Πάλι στον κόσμο σου είσαι Νίκηηηη;» ούρλιαξε η καθηγήτρια. «Αν συνεχίσεις την ίδια ιστορία θα μείνεις στην ίδια τάξη… Όλοι οι καθηγητές λένε ότι στο μάθημα είσαι απών!»
Η Νίκη γύρισε το χαριτωμένο κεφάλι της και κοίταξε την καθηγήτρια. Ήταν πάντα τόσο απότομη, με τη χαρακτηριστικά τσιριχτή φωνούλα της να σπάει τα τύμπανα των παιδιών. Η προσέγγισή της στους μαθητές πάντα απαίσια. Ένας μοναχικός άνθρωπος που στο σπίτι της έβγαζε τα απωθημένα της στα παιδιά της απαιτώντας απ’ αυτούς μόνο 20 ενώ στο σχολείο φρόντιζε να δηλώνει πως είναι πάντα δίκαια και αμερόληπτη με όλους…
Ουδέν αναληθέστερον. Η κυρία Εμμανουέλα Ιερίδη ήταν η πιο σκληρή δασκάλα που θα μπορούσε να γνωρίσει ποτέ μαθητής. Το βασικό της χαρακτηριστικό ήταν ότι σε μόνιμη βάση ούρλιαζε σαν σειρήνα, αρνούμενη να παραδεχτεί πως ο κόσμος των μαθητών δεν περιστρέφεται μόνο γύρω από το μάθημά της.
«Τι έγκλημα έκανα κυρία για να μου φωνάζετε έτσι πρωί, πρωί;» ρώτησε νυσταλέα και νωχελικά η «δημιουργός». «Καταλαβαίνω πως είναι μάλλον προσβλητικό για σας να μην δείχνω το παραμικρό έστω ενδιαφέρον για το μάθημά σας, μα δεν μπορώ να υποβάλω τον εαυτό μου σ’ αυτό το μαρτύριο. Όσο για τον κόσμο μου είναι πολύ πιο όμορφος απ’ τον δικό σας και σας προσκαλώ να τον γνωρίσετε στο μέλλον».
«Πώς τολμάς», ούρλιαξε η καθηγήτρια έξαλλη, «αυτό δεν θα περάσει απαρατήρητο. Να παρουσιαστείς στο γραφείο του βοηθού διευθυντή. Καταγγέλλεσαι!»
Κάπως έτσι στραβά κι ανάποδα όσον αφορά στα μαθήματα έβγαλε η Νίκη το σχολείο. Μα το μέλλον της διαγραφόταν πολύ πιο λαμπρό απ’ όσο θα περίμεναν μερικοί. Τον αμέσως επόμενο χρόνο μια πολύ γνωστή σχολή καλών τεχνών της Γαλλίας εντυπωσιάστηκε από τα σχέδιά της και λίγο αργότερα την καλούσε να υλοποιήσει το όνειρό της στη Γαλλία, την πατρίδα του Ντελακρουά και του Ματίς, του Μονέ και του Ρενουάρ. Εκεί δεν είχε καθηγήτριες με τσιριχτές φωνές και ανίδεους συμμαθητές να την κοροϊδεύουν μονίμως για τους βαθμούς της. Εκεί είχε μόνο το ταλέντο της και ανθρώπους που το εκτιμούσαν για να την βοηθήσουν να το αναδείξει περισσότερο. Εκεί μπορούσε επιτέλους να είναι ο εαυτός της χωρίς να ντρέπεται. Κάπως έτσι κύλησαν τα χρόνια…
Κάμποσο καιρό μετά σε μια γκαλερί στην Λευκωσία γινόταν έκθεση σύγχρονων Ευρωπαίων καλλιτεχνών που είχαν αναδειχθεί την τελευταία πενταετία. Έργα πανάκριβα έντυναν τους τοίχους και κυρίες της υψηλής κοινωνίας σεργιάνιζαν στον χώρο προσπαθώντας να πουλήσουν μούρη στις φίλες τους αγοράζοντας ένα τέτοιο πίνακα.
Τα μάτια όλα έπεσαν σε ένα παράξενο πολύχρωμο έργο μοντέρνας τέχνης, ανάγλυφο, μικτής τεχνοτροπίας. Πέτρα, κοχύλι, γυαλί, ρούχο και ξύλο αναμειγνύονταν για να δημιουργήσουν ένα ξεχωριστό έργο που εντυπωσίαζε. Δύο καλοντυμένες κυρίες άρχισαν να ερίζουν για τον πίνακα.
«Ωραίο έργο», είπε η πρώτη κυρία εξ ευωνύμων βυθισμένη σ’ ένα πανάκριβο ιταλικό συνολάκι.
«Λυπούμαι που θα το χαρείς μόνο στον τοίχο αυτό», είπε με χαιρεκακία η άλλη, «μα εγώ το είδα πρώτη».
Η φιλονικία συνεχίστηκε για κανένα πεντάλεπτο. Τελικά η πρώτη κυρία απομακρύνθηκε απηυδισμένη.
Η υπεύθυνη της γκαλερί έσπευσε να φωνάξει τη δημιουργό του έργου. Λίγο αργότερα μια καλλίγραμη νεαρή έμπαινε στην αίθουσα και η υπεύθυνη με νόημα της είπε στο αυτί όλες τις γελοιότητες που προηγήθηκαν με τις δύο κυρίες. Κοίταξε με απορία την κυρία με το ταγέρ που της έκανε τη ζωή ποδήλατο στο σχολείο. Η κυρία Ιερίδη αναγνώρισε τη Νίκη και έσκυψε το κεφάλι.
«Ο πίνακας αυτός είναι μια δημιουργία ξεχωριστή» της είπε εκείνη.
«Προορίζεται για άτομα που εκτιμούν την τέχνη και τους δημιουργούς της. Eίναι το αποτύπωμα της ψυχής μου. Έχει τίτλο «Σύγχιση» και αποτυπώνει τη σύγχιση της σύγχρονης ζωής που έχει ποτίσει τις ψυχές των ανθρώπων.
Να ξέρετε ότι για μένα αξίζει πολύ περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσατε ποτέ να φανταστείτε. Για εσάς είναι απλά ένα κομμάτι ωραίας ζωγραφιάς που θα στόλιζε κατάλληλα το πανάκριβο σαλόνι σας. Γι’ αυτό σας δηλώνω ότι δεν είναι για πούλημα ειδικά σ’ εσάς που κρίνετε τους ανθρώπους τόσο επιφανειακά.
Α, και κάτι άλλο. Να ξέρετε κυρία Ιερίδη ότι οι στιγμές που φύλαξα στη ψυχή μου απ’ την σχολική μου ζωή είναι λίγες και μετρημένες. Ελάχιστοι μου στάθηκαν όταν τους είχα ανάγκη. Και δυστυχώς εσείς δεν είστε μια απ’ αυτές. Καλημέρα σας…»
Τελικά σ’ αυτή τη ζωή ο καθένας παίρνει ότι του αξίζει…