Ζουν σαν ερημίτες στην καρδιά της Κάτω Πάφου
Ο Υπερείδης και η Υπατία αρνήθηκαν τον πολιτισμό και αποφάσισαν να ζήσουν απομονωμένοι, μακριά απ’ όλους και απ’ όλα, σαν μοντέρνοι ερημίτες κοντά στη φύση και τα ζώα.
Μια περίεργη και αλλόκοτη ιστορία που δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό» πριν 30 χρόνια, έφερε στο φως τη ζωή μιας οικογένειας που ζούσε σε πρωτόγονες συνθήκες στην Κάτω Πάφο, χωρίς τρεχούμενο νερό και ηλεκτρισμό, καλλιεργώντας τη γη τους και φροντίζοντας το κοπάδι με τα πρόβατα τους.
Ο Υπερείδης και η Υπατία, όπως αναφέρει το ρεπορτάζ, στο γυμνάσιο ήταν δύο παιδιά τα οποία σάρωναν τα βραβεία και έπαιρναν συνεχώς διακρίσεις, αλλά δεν έκαναν παρέα με τα υπόλοιπα παιδιά. Απέφευγαν συστηματικά την επαφή με άλλους ανθρώπους και ζούσαν από τη βοσκή, μεγαλώνοντας σαν ερημίτες.
Πως βρέθηκαν εκεί;
Οι γονείς τους Αθανάσιος και Αγλαΐα Χριστοπούλου, βρέθηκαν εκεί όταν ο μεγάλος σεισμός του 1954, τους διέλυσε το σπίτι και οι αγγλικές αρχές τους παραχώρησαν ένα κομμάτι γης, στην παραμελημένη τότε γωνιά της Κάτω Πάφου. Οι δύο γονείς έχτισαν μόνοι τους το σπίτι τους, ενώ η μοναδική περιουσία που είχαν φέρει μαζί τους ήταν ένα μόνο πρόβατο.
Όπως υποστήριζε μάλιστα το άρθρο, όχι μόνο κατάφεραν να φτιάξουν ολόκληρο κοπάδι στην πορεία και να ζουν από αυτό, αλλά πηγές ανέφεραν τότε για ένα πολύ γερό χρηματικό κομπόδεμα στην τράπεζα και μεγάλη κτηματική περιουσία στο χωριό Λετύμπου.
Ο πατέρας της οικογένειας με καταγωγή από την Αίγυπτο, ήταν δάσκαλος και δίδασκε στα σχολεία της Πάφου, με δύο πρώην δημάρχους της Πάφου, να είχαν μαθητεύσει κοντά του. Ο «γραμματιζούμενος» πατέρας όμως, αναφέρεται ως προσωπικότητα διφορούμενη με πολύ αυστηρές αρχές και έμμονη ιδέα με τον καθωσπρεπισμό. Αυτός ήταν και ο λόγος που ακόμη και μετά ο θάνατο του, άφησε ως κληρονομιά στα παιδιά και τη γυναίκα του, τον φόβο και την προκατάληψη απέναντι στον κόσμο.
Έζησαν περιθωριακά και αγνοούσαν την πολιτιστική αλλαγή. Η ανάπτυξη όμως της Κάτω Πάφο δεν επέτρεπε να λειτουργεί στάνη, δίπλα στα ξενοδοχεία. Έτσι ο Δήμος Πάφου τους μετακίνησε το 1985 στο Τουρκοχώρι Κούρδακα.
Γύρισαν πίσω και εγκαταστάθηκαν δίπλα στο Φάρο. Χρησιμοποιούν σαν στάνη τους κρατήρες που ανοίχθηκαν από οβίδες το 1974.
Η Υπατία ήθελε να ξεφύγει
«Δεν μου επιτρέπουν, δεν πρέπει». Αυτό απαντούσε η Υπατία σε όσους ρωτούσαν γιατί δεν βγαίνει από το σπίτι σχεδόν ποτέ και γιατί δεν δέχεται κανέναν για επίσκεψη. Στην ουσία η ίδια ζούσε σαν ελεύθερη- πολιορκημένη στο ίδιο της το σπίτι. Δεν έβγαινε ποτέ πλέον και όλοι πίστευαν ότι είχε εξαφανιστεί, ότι το είχε σκάσει. Αλλά η ίδια βρισκόταν φυλακισμένη στο σπίτι.
Μια τρώγλη, γεμάτη με προϊόντα επαιτείας, χωρίς ρεύμα, γκάζι και νερό. Δεν πλήρωναν για τίποτα, αρνούνταν.
Η Υπατία δείχνει απελπισμένη, κυκλοφορεί με κουρελιασμένα ρούχα «Από μικρή η μάνα μου κουβαλούσε σπίτι ότι της έδιναν. Φαγητό, ρούχα, λεφτά. Πάντα με αυτά τα παλιόρουχα με είχαν. Δεν φόρεσα ποτέ κάτι άλλο».
Ο Υπερείδης
Βρήκαμε τον Υπερείδη στην ακτή κοντά στο Φάρο. Είχε μια απέριττα λιτή εμφάνιση. Συζητήσαμε μαζί του και μας έδωσε την ιδέα καλού αλλά και μυστηριώδους ανθρώπου. Η μητέρα του ήταν μαζί του. Η όψη της τραχιά, καταπονημένη αλλά η κουβέντα της σταθερή. Κρυψύβουλη στη βαθύτερη της πρόθεση. Φίλοι τους είναι μόνο οι τουρίστες. Μερικοί από αυτούς τους έχουν κάνει δώρα, αφού ο Υπερείδης μιλά τρεις γλώσσες πολύ καλά.