Σάββας Χριστοδουλίδης: Την τέχνη στον τόπο μας τη διακρίνει μια κατήφεια

Σάββας Χριστοδουλίδης: Την τέχνη στον τόπο μας τη διακρίνει μια κατήφεια

Η έκθεση που παρουσιάζει ως επιμελητής στο Κέντρο Ευαγόρα Λανίτη, η κυκλοφορία του βιβλίου του με την αλληλογραφία των Χριστόφορου Σάββα – Κώστα Οικονόμου στο πλαίσιο του «Πάφος 2017», καθώς και η συμμετοχή του στην έκθεση του ΝΕΟΝ στην Αθήνα, είναι οι επίκαιρες αφορμές γι’ αυτή τη συνάντηση. Ο εικαστικός λόγος του, όμως, αποτελεί πάντα καλή τροφή για σκέψη ανεξαρτήτως της όποιας αφορμής.

Το έργο λειτουργεί ερήμην του δημιουργού του πιστεύεις;

Από ένα σημείο και μετά το έργο αυτο-ορίζεται. Υπάρχει μια εξάρτηση του δημιουργού με το έργο τέχνης, αλλά είναι χρήσιμο αυτή η εξάρτηση να αποσύρεται προκειμένου να υπάρξει χώρος για δεύτερου ή τρίτου τύπου ερμηνείες.


Το έργο σου για παράδειγμα στην έκθεση «Η υπέρβαση της άβυσσος», αν και δυο σκάλες, σωστά το εξέλαβα ως δυο ανθρώπινα όντα που αλληλοστηρίζονται;

Υπάρχει κάτι βαθύτερο. Το ελαφρύ στηρίζει το αντικείμενο το οποίο διαθέτει βάρος. Αν το δούμε έτσι, σημασιολογικά, πολλές φορές τα δικά μας βάρη υποβαστάζονται από πράγματα τα οποία διαδραματίζουν ρόλο καταλύτη χωρίς εντούτοις να το αντιλαμβανόμαστε. Το έργο εστιάζει στον ρόλο ενός δευτερεύουσας σημασίας αντικειμένου.

Αυτό αντανακλά και μια δική σου φιλοσοφία ζωής;

Φυσικά. Είναι τρόπος ζωής. Το βάρος των πραγμάτων μπορούμε να το υποστηρίξουμε με πράγματα τα οποία μέχρι πρότινος θεωρούσαμε ασήμαντα, αλλά στο τέλος της ημέρας αποδεικνύονται χρήσιμα, ωφέλιμα.

Δεν πιάνεις τον εαυτό σου, όμως, να ξοδεύεσαι πολλές φορές στα μικρά και ασήμαντα της καθημερινότητας;

Εξοικειώθηκα πλέον με αυτή τη σχέση της παρατήρησης των μικρών ή δευτερευόντων αντικειμένων. Επομένως, κατά κάποιον τρόπο, μέσα από την πρακτική αλλά και μέσα από τον τρόπο σκέψης, τα ανάγω σε υλικό πρώτης ύλης.

Η αναζήτηση του δεύτερου μισού νομίζεις ότι είναι μια νομοτέλεια ή βρίσκεις πολύ ρομαντικό κάτι τέτοιο;

Δεν υπάρχει το απόλυτο δεύτερο μισό. Η έννοια του δεύτερου μισού αντιστοιχεί στη μεταβλητότητα. Είναι μία έννοια δηλαδή ρευστή. Δεν θα ήθελα και δεν θα μπορούσα να την ορίσω ως κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο.

Ένας καλλιτέχνης είναι «καταδικασμένος» να βιώνει τα πράγματα με μια εσωτερικότητα;

Εγώ θεωρώ ότι το έργο τέχνης οφείλει να είναι συνάρτηση μιας εξωστρέφειας και μιας εσωστρέφειας. Ούτε το ένα μπορεί να αποτελέσει βάση για τη δημιουργία του έργου τέχνης ούτε το άλλο. Το έργο τέχνης είναι ένα πλέγμα αυτών των δύο συνιστωσών. Του μέσα και του έξω κόσμου.

Εσύ πώς λειτουργείς θα ήθελα να μου πεις. Δραστηριοποιούμαι, κατά κάποιον τρόπο, με εσωστρέφεια όσον αφορά στη δημιουργική δουλειά ή την πρακτική της γραφής. Όσον αφορά στις συναναστροφές, τις επιλεγμένες συναναστροφές, θεωρώ ότι είμαι εξωστρεφής.

Η περιρρέουσα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα πόσο επηρεάζει στη δουλειά σου;

Το έργο το ίδιο είναι εμποτισμένο από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, είτε το θέλει ο καλλιτέχνης είτε όχι. Άλλοι καλλιτέχνες το κάνουν συνειδητά, άλλοι όχι. Είναι κάπως ρίσκο να λες ότι κάποιο έργο είναι πολιτικό. Όλα τα έργα έχουν πολιτική χροιά.

Με την έννοια ότι όλα είναι πολιτικά. Ακριβώς. Θεωρώ ότι όλα αυτά τα εξωγενή στοιχεία εμποτίζουν το δικό μου έργο με τρόπο που δεν επιτρέπει σε πρώτη ανάγνωση να φαίνονται. Σε μια δεύτερη ή τρίτη ερμηνεία αυτά μπορεί να γίνουν αντιληπτά.

Η τέχνη οφείλει να παίρνει θέση απέναντι στην αληθινή ζωή;

Η τέχνη είναι από μόνη της θέση. Το πόσο σχολιάζει, το πόσο ακουμπά το βάθος ή τη σημασία των πραγμάτων, αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο ο ίδιος ο καλλιτέχνης είναι ταγμένος.

Η εικαστική δημιουργία παίζει ένα τέτοιο ρόλο στην Κύπρο;

Τοποθετείται σε πολύ μικρό βαθμό.

Και που το αποδίδεις αυτό;

Το αποδίδω στην ευρύτερη έλλειψη παιδείας. Από τη στιγμή που η τέχνη δεν είναι ανάγκη, δεν θέτει στοιχειώδη ερωτήματα. Είναι όμως και μια οπισθοδρόμηση των πραγμάτων, ειδικά μετά την οικονομική κρίση. Από το γεγονός ότι εκθεσιακοί χώροι έκλεισαν και οι νέοι που άνοιξαν κατά κάποιο τρόπο υπολειτουργούν. Ή ότι δεν γίνονται μεγάλα εικαστικά γεγονότα, που να επιτρέπουν είτε σε ξένους καλλιτέχνες να φιλοξενηθούν εδώ ή σε καλλιτέχνες δικούς μας να ταξιδέψουν στο εξωτερικό. Την τέχνη στον τόπο μας τη διακρίνει μια κατήφεια. Κατήφεια, που χρειάζεται να είσαι τοποθετημένος ιδεολογικά ώστε να το βιώσεις με θετικό τρόπο.

Η σύγχρονη τέχνη εξελίσσεται πλέον σε ένα είδος statement;

Εγώ θεωρώ ότι αυτό είναι συνέπεια της οικονομικής κρίσης. Οι καλλιτέχνες καλούνται να εκφράσουν τις ιδέες τους και να δημιουργήσουν έργο με σχεδόν ανύπαρκτα μέσα. Επομένως, οδηγούνται κατά κάποιο τρόπο σε αυτή την, εγώ την ονομάζω, ελλειπτική τέχνη. Είναι η τέχνη στην ελάχιστη της μορφή. Όχι όπως διατυπώθηκε από τους μινιμαλιστές, γιατί εκεί υπήρχε και ένα πολύ ισχυρό concept από πίσω, αλλά όπως διατυπώνεται από τους σημερινούς, ειδικά νέους καλλιτέχνες. Η τέχνη ως καρπός μιας πρακτικής η οποία διαθέτει πολύ λίγα μέσα.

Αυτή η ευκολία δεν οδηγεί και σε γελοιότητες εν ονόματι του σύγχρονου της τέχνης;

Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται και στην παιδεία της οποίας τυγχάνουν οι καλλιτέχνες στα κολέγια Καλών Τεχνών. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο πολύ σημαντικό που κανείς δεν σχολιάζει. Ότι οι καλλιτέχνες δεν στέκονται πια σε εικαστικές αξίες προκειμένου να δημιουργήσουν. Περιορίζονται στο συλλογιστικό κομμάτι που οδηγεί, κατά συνέπεια, και στα έργα που εσύ χαρακτηρίζεις με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Αναρωτιέμαι σε μια χώρα όπως η Κύπρος, που η αγορά τέχνης είναι σε νηπιακό επίπεδο, πώς ξεχωρίζει η ήρα από το στάρι;

Αυτό συνέβαινε πάντα. Και σε άλλες περιόδους βλέπαμε ανθρώπους με λιγότερο σημαντικό έργο να διακρίνονται και άλλους με ρωμαλέο έργο να παραγκωνίζονται. Δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Απλά στην Κύπρο συμβαίνει το εξής: γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο, επομένως, μπορούμε να ξέρουμε τι κουβαλά πίσω του.

Δεν είναι ένα σύμπτωμα της εποχής λοιπόν.

Ακριβώς. Απλά τώρα είναι περισσότερο προφανές.

Παρατηρώ ότι τα τελευταία χρόνια στηρίζεις, με μεγάλη γενναιοδωρία, έμπρακτα νέους καλλιτέχνες.

Είναι μάλλον ευθύνη. Από τη στιγμή που καλούμαι να σχολιάσω το έργο ενός συναδέλφου, το προσεγγίζω ως εικαστικός, χρησιμοποιώντας την εικαστική παιδεία ως εργαλείο. Γνωρίζοντας τη συνθήκη του οφείλω να τον σεβαστώ, έστω και αν αυτός είναι ένας πολύ καλός ή ακόμα και μέτριος καλλιτέχνης. Θεωρώ ότι οποιοδήποτε έργο τέχνης αποτελεί μια πρόταση. Σε καμία περίπτωση πάντως δεν θεωρώ τον εαυτό μου θεωρητικό ή ιστορικό τέχνης.

Να μου πεις λίγο για τον νεαρό Σάββα στο ξεκίνημά του; Πώς τον ανακαλείς στη μνήμη σου;

Εγώ ανδρώθηκα ως εικαστικός μέσα από τη συνεργασία μου με τον Παντελή Αραπίνη και την γκαλερί ΑΔ. Μια συνεργασία δώδεκα – δεκατριών χρόνων η οποία με μέτρο μου επέτρεψε να πορευτώ. Με μικρά αλλά σταθερά βήματα, χωρίς άλματα, και μάλιστα με επισημάνσεις από μέρους του γκαλερίστα εποικοδομητικές.

Για έναν έφηβο με αναζητήσεις η Πάφος ήταν ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον;

Δεν το αντιλαμβανόμουν ως κλειστοφοβικό. Αντίθετα, με την εύνοια που είχα από την οικογένεια, αυτό το πράγμα άνοιγε ακόμα περισσότερο. Σε καμιά περίπτωση δεν ένιωσα την Πάφο ως έναν περίκλειστο χώρο.

Η τέχνη ήταν πάντα το σημείο αναφοράς σου;

Ναι, θεωρώ ότι ήταν το μέσο, το εργαλείο αντίληψης των πραγμάτων.

Πιστεύεις στο ρηθέν ότι η πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία;

Η πατρίδα, το σπίτι, η οικογένεια, είναι η παιδική μας ηλικία. Δεν είναι μόνο ο τόπος. Είναι ό,τι πλαισιώνει τον τόπο.

Μπορείς να προσδιορίσεις χρονικά την ουσιαστική σου ενηλικίωση;

Θεωρώ πως ενηλικιώθηκα ως καλλιτέχνης στα σαράντα πέντε. Και πώς προέκυψε αυτό; Γιατί από τα σαράντα μέχρι τα σαράντα πέντε έκανα θεωρητικές σπουδές τρίτου κύκλου, οι οποίες τελικά μου επέτρεψαν να είμαι σε θέση να αναπτύσσω συλλογιστικά δεδομένα γύρω από το έργο μου.

Να υποθέσω ότι προηγήθηκε μια παρατεταμένη εφηβεία;

Όχι. Απλά, πιστεύω ότι η γνώση, σε μεγάλο βαθμό, καθορίζει την πόρευση του καθενός.

Απομυθοποίησες πράγματα στην πορεία;

Απομυθοποίησα εντελώς το ζήτημα των μεγάλων συμμετοχών. Όλες αυτές τις Μπιενάλε για παράδειγμα, αν και συμμετείχα. Θεωρώ ότι προσδίδεται σ’ αυτές μια σημασία μεγαλύτερη από ό,τι θα έπρεπε.

Ποια θέματα απασχόλησαν την προβληματική σου, διαχρονικά, όλα αυτά τα χρόνια;

Το θέμα της υλικότητας του έργου και της ευρύτητάς του μέσα στην έκταση που το φιλοξενεί. Το θέμα της συνύπαρξης των υλικών μέσα στο ίδιο το έργο. Το συγκινησιακό επίπεδο ενός έργου. Σ’ αυτό στάθηκα ιδιαιτέρα μάλιστα. Θέματα καθαρά εικαστικά που πριν σου ανέφερα ότι πιθανόν οι νέοι καλλιτέχνες να τα αγνοούν. Φυσικά μπορεί να τα αγνοούν και λόγω ηλικίας γιατί, εντάξει, κι εγώ στα είκοσι πέντε ή στα τριάντα τα προσπερνούσα. Αλλά, πάλι, εστίαζα στον συγκινησιακό χαρακτήρα ενός έργου, κάτι που δεν το συναντούμε ιδιαίτερα στους νέους καλλιτέχνες.

Η ενασχόληση με το έργο των άλλων είναι κάτι που επίσης κάνεις, επισταμένα. Τι πυροδοτεί αυτή την ανάγκη;

Πρόκειται για μια πρόκληση. Για ένα κάλεσμα σε διερεύνηση. Αλλά είτε μελετώ κάτι είτε επιλέγω κάτι προκειμένου να το εντάξω σε μια έκθεση, είναι σε σχέση με προσωπικά δεδομένα, αρχές και αξίες. Προσπαθώ να επισημάνω στο έργο του άλλου υφολογικά και σημασιολογικά στοιχεία, τα οποία συγγενεύουν με το δικό μου έργο. Από τη στιγμή που διακρίνω ένα ή δύο ή μερικά από αυτά τα στοιχεία, καλούμαι σε μια διερεύνηση.

Ως επιμελητής στην έκθεση «Τοπία, Επιλογές από την Κρατική Συλλογή» τι παρουσιάζεις;

Είναι η πρώτη από μια σειρά εκθέσεων συνεργασίας του Υπουργείου Παιδείας με το Ίδρυμα Λανίτη. Καλύπτει την περίοδο από τις αρχές του 20ού αιώνα, από τον Διαμαντή, τον Κάνθο, τον Κισσονέργη και φτάνει στους καλλιτέχνες της νέας γενιάς. Μέχρι το 1960 το τοπίο προτείνεται ως παραστατική διατύπωση του φυσικού ή του αστικού χώρου. Από την ανεξαρτησία και μετά, ιδιαίτερα ο Χριστόφορος Σάββα, εγκαινιάζει μία περίοδο η οποία φτάνει μέχρι τις μέρες μας, όπου το τοπίο ορίζεται ως μια περιοχή που υποδέχεται την υλικότητα. Η έκθεση εστιάζει περισσότερο στα έργα μετά την ανεξαρτησία και φιλοξενεί κυρίως κατασκευές, αντικείμενα και εγκαταστάσεις.

Ο Χριστόφορος Σάββα είναι ένας καλλιτέχνης σημείο αναφοράς;

Είναι και κατά κάποιον τρόπο ορίζει τη μετάβαση της δεύτερης γενιάς στη μεταγενέστερη.

Πες μου για τη δουλειά που θα παρουσιάσεις στο πλαίσιο του «Πάφος 2017».

Κυκλοφορεί σε λίγες μέρες η έκδοση με τίτλο «Αγαπητέ κουμπάρε / 12 επιστολές του Χριστόφορου Σάββα στον Κώστα Οικονόμου». Πρόκειται για την αλληλογραφία δύο καλλιτεχνών οι οποίοι αντάλλασσαν απόψεις γύρω από θέματα τέχνης, ο ένας ταξιδευτής και έχοντας επαφή με το εξωτερικό και ο άλλος ριζωμένος στον τόπο του, στην Κισσόνεργα της Πάφου. Το ενδιαφέρον είναι ότι, μέσα από αυτή την αλληλογραφία, σκιαγραφείται το κοινωνικοπολιτικό κλίμα της εποχής λίγο πριν και λίγο μετά την ανεξαρτησία. Το βιβλίο κυκλοφορεί στο πλαίσιο της έκθεσης «Πλάνητες» της Έλενας Πάρπα για το «Πάφος 2017».

Ετοιμάζεις κάτι καινούργιο;

Ναι, μια καινούργια ενότητα δουλειάς. Πρόκειται για έργα μεγάλης κλίμακας τα οποία πραγματεύονται την ιδέα της τρισδιάστατης γραφής. Δηλαδή, αυτό που θα μπορούσε να αποτελέσει σχεδιασμό πάνω σε μια επιφάνεια, προσπαθώ να το διατυπώσω με επιμήκη ή ακτινοειδή αντικείμενα τριών διαστάσεων μέσα στον χώρο. Τα έργα δημιουργούν, μέσα από το συνταίριασμα των υλικών, έναν τύπο πλέγματος.

Όση ώρα μιλάμε η αίσθηση που έχω είναι ότι το μόνο που σε αφορά είναι να σε γνωρίζει το κοινό ως καλλιτέχνη.

Θεωρώ ότι ο ισχυρότερος λόγος τον οποίο μπορώ να αρθρώσω είναι ο λόγος ο εικαστικός.

Αυτό, πάντως, εμπεριέχει μια εσωστρέφεια.

Όχι, γιατί η τέχνη ήδη από μόνη της είναι εξωστρέφεια.

INFO: «Η υπέρβαση της άβυσσος», έως 29 Ιανουαρίου, Ωδείο Αθηνών / «Πλάνητες», από 28 Ιανουαρίου, Παλιά Ηλεκτρική – Πάφος / «Τοπία, Επιλογές από την Κρατική Συλλογή», έως 24 Φεβρουαρίου, Κέντρο Ευαγόρα Λανίτη – Λεμεσός

Πηγή: Φιλελεύθερος/Σταύρος Χριστοδούλου